Κοίτα να δεις που πήγε κιόλας 11 Αυγούστου. Οι μέρες μίκρυναν, οι νύχτες μεγάλωσαν, από τις οκτώμισι έχει πια νυχτώσει. Μετρώντας με τα παιδικά δαχτυλάκια της νοσταλγίας, το «ηλιοστάσιο» είναι όπως, περίπου, την Πρωτομαγιά. Σαν αργοπορημένο Πάσχα. Μεθαύριο η κορύφωση του Δεκαπενταύγουστου και μετά σιγά σιγά η απόσυρση. Σαν να ακούγεται από μια μακρινή γωνιά του χρόνου ο Σέρτζιο Εντρίγκο να τραγουδάει από παλιό πικάπ το «Canzone per te». La festa appena cominciata e gia finita (Η γιορτή μόλις άρχισε και έχει ήδη τελειώσει). Ή όπως το τραγουδάει ο Σαββόπουλος στο ωραιότερο, κατά τη γνώμη μου, ελληνικό τραγούδι γι’ αυτήν την τόσο ελληνική εποχή: «…Καλοκαίρι, στον χαμό του οδηγημένο και το ξέρει…». Τι είναι όμως αυτό που ζήσαμε, που ζούμε φέτος; Το καλοκαίρι ή η επίφασή του; Οι συγκυρίες βάρυναν σε απόλυτη συνεννόηση, λες, με τον καιρό. Καλοκαίρι και καταχνιά. Κι εμείς σαν τους ήρωες του Τενεσί Ουίλιαμς να παραπαίουμε ανάμεσα στον καταναγκασμό της χαράς και της διασκέδασης του Μπιουκάναν και την επαρχιακή μελαγχολία της Αλμα. Τι πάω και θυμάμαι κι εγώ… Τον μικροέφηβο που είχε αυτοκτονήσει αρχές του καλοκαιριού στην Αργυρούπολη επειδή δεν άντεχε το bullying των συμμαθητών του. Πόσο μακρινός μάς φαίνεται τώρα εκείνος ο θάνατος που, τότε, μας είχε όλους συγκλονίσει. Πόσο τον απομάκρυναν οι επιστρώσεις του θανατικού και της τραγικότητας που πέρασαν από πάνω του. Πόσο θλιβερό να σχετικοποιείται η αυτοχειρία ενός νέου ανθρώπου από τη λαίλαπα που ακολούθησε. Από τις κραυγές των ανθρώπων που κάηκαν ζωντανοί στο Μάτι. Από τον κατάλογο των νεκρών που όλο και μεγαλώνει. Από εκείνο το αδυσώπητο «Αβάπτιστον, έξι μηνών». Από τις σορούς για τις οποίες κανείς δεν ενδιαφέρθηκε (τι είναι χειρότερο, να ζεις ή να πεθαίνεις στα αζήτητα;). Και το χειρότερο όλων, τη δραματική ανατροπή της απόλυτης καλοκαιρινής συνθήκης. Το καλοκαίρι με τον παππού και τη γιαγιά, η επιτομή της παιδικής ανεμελιάς, της τρυφερότητας που συνδέει τις γενιές, η μήτρα των παιδικών μας αναμνήσεων, έγινε το καλοκαίρι του τρόμου. Καρφώνεται σαν σφήνα στο μυαλό που απειλεί να ξεθεμελιώσει τις συναισθηματικές σου βεβαιότητες η σκέψη των παππούδων που κάηκαν αγκαλιά με τα εγγόνια τους.

Αντε λοιπόν να ζήσουμε τις τελευταίες εξάρσεις του καλοκαιριού, κουβαλώντας μέσα μας τους δικούς μας που έφυγαν, βγάζοντάς τους σεργιάνι, ζεσμένους στη σκέψη μας, στα τελευταία καλοκαιρινά ηλιοβασιλέματα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε σε εκείνα τα πέντε, δέκα δευτερόλεπτα που κρατάει το μακροβούτι ότι η ζωή συνεχίζεται, πρέπει να συνεχίζεται. Αλλά ακόμη κι εκεί, κάτω από το νερό, έρχεται και τρυπώνει στο αφτί σου η φωνή του Σαββόπουλου: «…Καλοκαίρι… φαλακροί μες στις σακούλες μας σαν γέροι, εκεινού με τ’ άσπρο κράνος που μας ξέρει, μια οσμή νεκροθαλάμου, καλοκαίρι». Και μετά βγάζεις το κεφάλι σου από το νερό, βλέπεις ότι ο ήλιος είναι ακόμη ψηλά, είναι πάντα ψηλά, και τότε τραγουδάς, δυνατά αυτήν τη φορά, αλλάζοντας λίγο τον στίχο: «Το καλοκαίρι ετούτο άμα το πηδήσουμε, γι’ άλλα δέκα χρόνια άντε καθαρίσαμε».