Η Ημέρα της Γυναίκας είναι στις 8 Μαρτίου. Δεν είναι σήμερα. Δεν οφείλουμε να σκεφτούμε τη Γυναίκα σήμερα, όπως δεν οφείλουμε και να σκεφτούμε το Παιδί, τον Πατέρα, το Περιβάλλον, τους Ομοφυλόφιλους, τα Ατομα με Ειδικές Ανάγκες, οποιονδήποτε ή οτιδήποτε άλλο δεν γιορτάζεται σήμερα. Ο τόσο βολικός κατατεμαχισμός της χρονιάς σε Ημέρες για Κάτι μάς βγάζει από τον κόπο να σκεφτόμαστε αυτό το Κάτι τις υπόλοιπες 364 ή 365 ημέρες (έχουμε και τα δίσεκτα έτη, μην το ξεχνάμε). Τις εναπομείνασες ημέρες πορευόμαστε με τις προκαταλήψεις μας. Πόσο βαθιές είναι αυτές οι προκαταλήψεις και πόσο ανθεκτικές στα νεωτεριστικά χτυπήματα, μας το αποκαλύπτει η βρετανίδα καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών Μέρι Μπίαρντ στο βιβλίο της Γυναίκες και Εξουσία (εκδόσεις Μεταίχμιο 2018), σε έξοχη μετάφραση της Κατερίνας Σχινά, όπου συστεγάζονται δύο διακριτικά μεταποιημένες διαλέξεις της από το 2014 και το 2017 στο Βρετανικό Μουσείο, υπό την αιγίδα του περιοδικού London Review of Books: «Η δημόσια φωνή των γυναικών» και «Οι γυναίκες στην εξουσία». Μέσα σε λίγες δεκάδες σελίδες και με χιούμορ που κυμαίνεται από ανάλαφρο και μελαγχολικό έως δηκτικό και βιτριολικό, η Μπίαρντ καλύπτει τη σεβαστή απόσταση από τα ομηρικά έπη και την ελισαβετιανή περίοδο έως τα μισογυνικά τρολαρίσματα στο Διαδίκτυο και τις αυστηρές ενδυματολογικές επιλογές της Ανγκελα Μέρκελ ή της Χίλαρι Κλίντον.

Η Μέρι Μπίαρντ είναι 63 χρονών. Με δέος αναλογίζεται ότι η δημόσια αναγνώριση της «φωνής» των γυναικών – άρα και της «ψήφου» τους – είναι μια πολύ πρόσφατη υπόθεση. «Η μητέρα μου», γράφει, «γεννήθηκε πριν ακόμη δοθεί δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες [το 1928 στην Αγγλία, το 1952 στην Ελλάδα]. Εζησε για να δει γυναίκα πρωθυπουργό. Ανεξάρτητα από τη γνώμη της για τη Μάργκαρετ Θάτσερ, χαιρόταν που μια γυναίκα είχε περάσει το κατώφλι του αρ. 10 της Ντάουνινγκ Στριτ και ένιωθε περήφανη που μετείχε και η ίδια σε ορισμένες από τις επαναστατικές αλλαγές του εικοστού αιώνα». Ωστόσο, πριν από τις απανωτές κατακτήσεις των τελευταίων εκατό χρόνων, η στασιμότητα κράτησε χιλιετίες.

Από τις απαρχές του δυτικού πολιτισμού η δημόσια «σιωπή» των γυναικών θεωρείται ως η μόνη «αξιοπρεπής» στάση. «Μητέρα, στην κάμαρά σου πήγαινε και τις δουλειές σου κοίτα, τον αργαλειό, τη ρόκα… τα πολλά λόγια δεν ταιριάζουνε παρά στους άντρες μόνο, κι απ’ όλους πιο σε μένα· γιατί εγώ τούτο το σπίτι κυβερνάω». Το απόσπασμα, σε «ελαφρώς παραλλαγμένη» μετάφραση των Καζαντζάκη – Κακριδή, είναι από την πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας του Ομήρου. Αυτός που μιλάει με σκαιό τρόπο είναι ο αμούστακος Τηλέμαχος και αυτή που τον ακούει – και τον (υπ)ακούει – είναι η μητέρα του Πηνελόπη. Οχι μονάχα «δεν πέφτει λόγος» στη γυναίκα ακόμη και για τη διαχείριση του οίκου της, αλλά και όταν της συμβεί κάτι αποτρόπαιο – όπως, λόγου χάριν, ο βιασμός της – οφείλει να το αποσιωπήσει ή να συνοδεύσει την καταγγελία της με τη δική της αυτοκτονία. Δεν είναι η μισή ντροπή δική της. Είναι ολόκληρη. Η Ιώ μεταμορφώνεται σε αγελάδα για να μην αποκαλύψει στην Ηρα τον βιασμό της από τον Δία, η Ηχώ χάνει τη δική της φωνή – εκφέρει μόνο τα λόγια άλλων – ώστε να μην εκφράσει τον έρωτά της για τον Νάρκισσο (που ερωτεύεται μόνο τον εαυτό του), η Λουκρητία καταγγέλλει τον βιασμό της από τον Σέξτο Ταρκύνιο και αμέσως κατόπιν αυτοκτονεί, ο Τηρέας βιάζει τη Φιλομήλα, τη γυναίκα του αδελφού του -στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου – και της ξεριζώνει τη γλώσσα για να εξασφαλίσει τη σιωπή της, αλλά η Φιλομήλα «αφηγείται» τον βιασμό της στο υφαντό της και, προκειμένου να αποφευχθεί ανάλογο «ατύχημα», ο βιαστής της Λαβίνιας – στον Τίτο Ανδρόνικο του Σαίξπηρ -, εκτός από τη γλώσσα, της κόβει και τα χέρια.

Επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια η «φωνή» των γυναικών, όταν δεν τροφοδοτεί ιστορίες φρίκης, απαξιώνεται και λοιδορείται. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, τον 2ο αιώνα μετά Χριστόν, αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν όλοι οι άρρενες αποκτούσαν ξαφνικά γυναικεία φωνή: «Δεν θα ήταν τρομερό, πιο ανυπόφορο και από πανούκλα κάτι τέτοιο;». Απροσδόκητο ομοϊδεάτη, δεκαεπτά αιώνες αργότερα, θα βρει ο Χρυσόστομος στο πρόσωπο του «ανοιχτόμυαλου» Χένρι Τζέιμς. Μπροστά στον δημόσιο κίνδυνο από τη δυναμική εμφάνιση των φεμινιστριών – όπως αποτυπώνεται αδρά στο μυθιστόρημά του Οι Βοστονέζες (1886) – ο Τζέιμς κρούει τον κώδωνα: ο βαθύς (εξυπακούεται και… βαθυστόχαστος) αρρενωπός δημόσιος λόγος θα επιμολυνθεί από τη γυναικεία στριγκή φωνή, «ένα γενικευμένο μούδιασμα ή μπέρδεμα, ένα άγλωσσο σαλιάρισμα, μουγκρητό ή κλαψούρισμα». Συνεπίκουρη έναν αιώνα μετά (8 Σεπτεμβρίου 1988) η γελοιογραφία της Ριάνα Ντάνκαν στο σατιρικό περιοδικό Punch. Σε μια ανδροκρατούμενη αίθουσα συσκέψεων, ο επικεφαλής απονέμει εύσημα στη μοναδική παρούσα γυναίκα: «Εξαιρετική η πρότασή σας, δεσποινίς Τριγκς. Ισως ένας από τους άνδρες εδώ θα ήθελε να την υποβάλει».

Η Μπίαρντ γνωρίζει ότι η εξουσία πάνω στα εκφραστικά μέσα δεν υποδηλώνει παρά την κυριαρχία στον δημόσιο βίο. Σε μια απαράμιλλα διεισδυτική παρατήρησή της αναρωτιέται «μήπως, σε ορισμένες χώρες, η παρουσία μεγάλων αριθμών γυναικών στη Βουλή απλώς σημαίνει ότι η Βουλή δεν είναι ο τόπος όπου ασκείται η εξουσία». Από την εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ Α’ που, καθώς επιθεωρούσε τα στρατεύματά της στο Τίλμπερι (1560), φέρεται να δήλωσε ότι «ξέρω πως έχω το σώμα μιας αδύναμης, ανίσχυρης γυναίκας· έχω όμως την καρδιά και το στομάχι ενός βασιλιά, και μάλιστα ενός βασιλιά της Αγγλίας» έως τις «τσαντιές» (handbags) που επέβαλε η Μάργκαρετ Θάτσερ μετατρέποντας το «πιο στερεότυπα γυναικείο αξεσουάρ» σε «ρήμα με πολιτική ισχύ», το παιχνίδι της εξουσίας παίζεται σε ανδρικό γήπεδο, με ανδρικούς κανόνες και άνδρες διαιτητές. Αυτό καθίσταται φανερό και από το πόσο ανελέητα αντιμετωπίζεται μια γυναίκα που υποπίπτει σε φάουλ (όπως η βουλευτίνα των Εργατικών Νταϊάν Αμποτ) και με πόση κατανόηση ένας άνδρας για το ίδιο ακριβώς παράπτωμα (όπως ο βουλευτής των Συντηρητικών και κατοπινός υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον). Εάν έτσι έχουν τα πράγματα και μια γυναίκα δεν μπορεί παρά μονάχα να «αρπάξει» ή να «αλώσει» την (αυτονόητα ανδρική) εξουσία, μήπως οι γυναίκες θα πρέπει να κάνουν κάτι  διαφορετικό από το να «μιμούνται» τους άνδρες, είτε με τις συντηρητικές ενδυματολογικές τους επιλογές είτε με ασκήσεις φωνητικής που θα προσδώσουν βάθος και εύρος στη δημόσια «φωνή» τους; «Δεν είναι εύκολο να τοποθετήσεις τις γυναίκες μέσα σε μια δομή που ήδη έχει κωδικοποιηθεί ως ανδρική», καταλήγει η Μπίαρντ· «πρέπει να αλλάξεις τη δομή».