Σε ένα άρθρο της που δημοσιεύτηκε πέρυσι στον ιστότοπο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, η γνωστή αμερικανίδα πολιτική επιστήμων Αν-Μαρί Σλότερ σημείωνε ότι τρεις είναι οι βασικές ευθύνες που έχει κάθε κυβέρνηση απέναντι στους πολίτες της. Η πρώτη, και βασικότερη, είναι να τους προστατεύει από τη βία. Αυτό απαιτεί φόρους για τη χρηματοδότηση και εκπαίδευση της αστυνομίας και του στρατού, την κατασκευή δικαστηρίων και φυλακών και την τοποθέτηση αξιωματούχων που θα επιβλέπουν την τήρηση των νόμων. Στο κλασικό βιβλίο του «Λεβιάθαν», ο Τόμας Χομπς περιγράφει τι συμβαίνει όταν οι πολίτες μένουν απροστάτευτοι.

Η δεύτερη ευθύνη της κυβέρνησης είναι να παρέχει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που οι πολίτες δεν μπορούν να παράγουν μόνοι τους. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζει μια ανταγωνιστική οικονομία και μια λειτουργική κοινωνία. Εδώ εντάσσονται και οι παροχές του κοινωνικού κράτους, που αποτελούν ένα «μαξιλάρι» για τις πιο αδύναμες κατηγορίες των πολιτών όπως οι νέοι, οι ηλικιωμένοι, οι άρρωστοι, οι άνεργοι και τα άτομα με ειδικές ανάγκες.

Κάθε κυβέρνηση, τέλος, πρέπει στο βαθμό του δυνατού να επενδύει στις ικανότητες, τη δημιουργικότητα και το ταλέντο των πολιτών, ώστε να τους επιτρέπει να προσαρμόζονται στις ταχύτατα μεταβαλλόμενες συνθήκες διαβίωσης. Και αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα βάρος στην εκπαίδευση, και συγκεκριμένα στη διά βίου εκπαίδευση.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με την αποφασιστική στήριξη των πατριωτών του Καμμένου, υποσχέθηκε να αλλάξει την Ελλάδα (και στη συνέχεια την Ευρώπη). Απέτυχε όμως και στις τρεις αποστολές της. Αντί να χρησιμοποιήσει τους φόρους για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, αναμόρφωσε το πελατειακό κράτος προς όφελός της. Αντί να επενδύσει στην εκπαίδευση και τη νέα τεχνολογία, πολέμησε την αριστεία. Αντί να επιδιώξει μια ανάπτυξη βασισμένη στην αξιοκρατία, οδήγησε με την πολιτική της στην εξίσωση προς τα κάτω. Το κυριότερο απ’ όλα, όμως, είναι ότι αποδείχθηκε ανίκανη να προστατεύσει τη ζωή των πολιτών. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έπαιξε μικροκομματικά παιχνίδια και έστησε επικοινωνιακά σόου ανάμεσα στα ερείπια.

Μετά τη φονική φωτιά στο Μάτι, τo αίτημα για εκλογές έχει μεγαλύτερη πολιτική νομιμοποίηση από ποτέ. Δεν αρκεί όμως να φύγει μια ανίκανη και προκλητική κυβέρνηση. Το ζητούμενο δεν είναι να αλλάξουν απλώς οι υπουργοί, να εκτοξεύουν διαφορετικά κομματόσκυλα προκλήσεις από τα τηλεοπτικά πάνελ, να γίνει ο λαϊκισμός από κόκκινος γαλάζιος. Πρέπει να γίνει κατανοητή και η στρατηγική σημασία του τριπτύχου προστασία – παροχή – επένδυση. Ο εν αναμονή πρωθυπουργός έχει αποδείξει ότι διαθέτει τις γνώσεις, τις ικανότητες και τον δυναμισμό που χρειάζονται. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με το κόμμα του. Και ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει διστάσει κάποιες φορές να θυσιάσει την ουσία της πολιτικής στον βωμό μιας φευγαλέας ενότητας.

Αλλά η χώρα έχει πια ανάγκη από τομές.