«Ρίκα, Ρικάκι». Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, από τότε δηλαδή που οι Κατσιμιχαίοι έβγαλαν το τραγούδι «Ρίτα, Ριτάκι», έτσι της φωνάζαμε όταν συναντιόμασταν. Και εκείνη, εις απάντηση, έκανε ότι χορεύει ένα παλαιομοδίτικο τουίστ, σαν κλόουν. Ενα μικρό τελετουργικό, κάτι σαν σύνθημα και παρασύνθημα ώστε να αναγνωριστούν και να συνεννοηθούν «στον αέρα» τα μέλη μιας ιδιότυπης «φυλής». Εξάλλου εκείνη την εποχή οι «φυλές» ήταν το δημοσιογραφικό τρικ μιας νέας γενιάς δημοσιογράφων για να καταγράψουν ήθη και τάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας που ζούσε τότε την οβιδιακή μεταμόρφωσή της. Και η Ρίκα Βαγιάννη πρωτοστατούσε σε μία πολύ χαρακτηριστική «φυλή». Αυτή των κοριτσιών που η δεκαετία των είκοσι χρόνων τους συνέπεσε με τη δεκαετία του 1980.
Ενα από τα πιο όμορφα, τα πιο χαρισματικά, τα πιο εκρηκτικά και τα πιο λαμπερά κορίτσια αυτής της γενιάς, της γενιας μας, ήταν η Ρίκα. Κι έρχονται τώρα και σου λένε: «Η Ρίκα έφυγε, γράψε γι’ αυτήν 870 λέξεις». Πώς να χωρέσεις σε 870 λέξεις τη Ρίκα και την πορεία αυτής της «φυλής», τον πλου της δικής μας «Αργώς»; Κι εκεί που πας να μελαγχολήσεις, να νιώσεις ότι στενεύει ο κόσμος γύρω σου, έρχεται στον νου σου το τεράστιο, ενθαρρυντικό χαμόγελό της, εκείνο το χαμόγελο που στην ίδια δεν άρεσε. «Μωρέ σαν να έχω περισσότερα δόντια από το κανονικό» τη θυμάμαι να λέει καθώς διορθώναμε το μακιγιάζ μας στις «γυναικών» του κλαμπ «Εργοστάσιο» στη Βουλιαγμένης. «Ναι αλλά γι’ αυτό έχεις κάτι από Μελίνα Μερκούρη» τής απαντούσα για να εισπράξω ένα δείγμα του τσουχτερού αυτοσαρκασμού της.
Αυτή ήταν η Ρίκα, αυτά είναι τα κορίτσια της δεκαετίας του 1980. Που δεν πήραν ούτε τη ζωή τους ούτε τον εαυτό τους πολύ στα σοβαρά. Που δούλεψαν σκληρά αλλά ποτέ δεν τους απασχόλησαν ιδιαίτερα οι καριέρες, ακόμη κι όταν ανοίγονταν μπροστά τους. Που «οι έρωτες τούς φάγανε τα χρόνια» αλλά δυσκολα δεσμεύονταν. Που δεν θεωρούσαν τις σχέσεις ολοκλήρωση αλλά μοίρασμα. Που δεν έμαθαν να μαγειρεύουν καλά για να κρατήσουν έναν άντρα. Που δεν είχαν καμία ενοχή να ομολογήσουν αλλά και να απολαύσουν το ότι ήταν «τα κορίτσια του μπαμπά». Που ξενύχτησαν σαν να μην υπάρχει αύριο, που μέθυσαν, που χόρεψαν, που έπεσαν εφτά φορές αλλά σηκώθηκαν οκτώ. Που ξεροψήθηκαν κάτω από τον ήλιο «σε παραλίες σκουπιδοτόπων» χωρίς υψηλούς δείκτες πρστασίας – γενικώς χωρίς προστασία -, που δεν πρόσεξαν ιδιαίτερα την υγεία τους. Που τα έκαναν μπάχαλο με τα οικονομικά τους και ξεχνούσαν να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους. Που περνούσαν το ίδιο καλά και με τα πολλά και με τα λίγα. Που, σαν από ένστικτο, ανίχνευαν και χλεύαζαν τη σοβαροφάνεια, ακριβώς για να μπορέσουν να διασώσουν τη σοβαρότητα. Που κάποια στιγμή κοιτάχτηκαν στον καθρέφτη και είδαν ότι είχαν μεγαλώσει ενώ ακόμη αισθάνονταν όπως εκείνο το καλοκαίρι του 1985 στο Rock Festival. Και που αυτή η διαπίστωση δεν τα τρόμαξε.
Ρίκα, Ρικάκι. Συνοδοιπόρος σε εκείνα τα πρώτα μεγάλα ταξίδια της απενοχοποίησης. «Ελα μωρέ, και τι έγινε; Τι έχουμε να χάσουμε;». Αυτό ήταν το αφοπλιστικό επιχείρημα της Μαρίκας (όπως τη φωνάζαμε όταν θέλαμε να την τσαντίσουμε). Κι έπεφτε με τα μούτρα σε ό,τι μπορούσε να την ενθουσιάσει. Μια ταινία, μια εκπομπή, ένα κείμενο, ένα ταξίδι. Για μια ώρα, για έναν μήνα, για πάντα. Ετσι έφτιαχνε τις μικρές ιστορίες της ζωής της που αργότερα τις διηγούνταν σπαρταριστά και την προτρέπαμε να τις κάνει μυθιστόρημα. Μας θυμάμαι να σκάμε στα γέλια όταν κάποτε βρέθηκα στο σπίτι της να πάρω συνέντευξη από την «ανερχόμενη εναλλακτική σταρ του ελληνικού κινηματογράφου». Που την είχε μεγαλώσει και ο Γιάννης Διακογιάννης, με τον οποίον όλες τότε ήμασταν λίγο ερωτευμένες. «Δεν σοβαρολογείς τώρα ότι θα ανοίξεις το μαγνητοφωνάκι, θα μου κάνεις ερωτήσεις και θα σου απαντάω. Γράψε καλέ ό,τι σου κατέβει και πάμε να πιούμε κανένα ποτό, να μιλήσουμε για πιο ενδιαφέροντα πράγματα».
Από τότε ήρθαμε πιο κοντά πέρα από την απλή γνωριμία δύο κοριτσιών της γενιάς μας. Ανακυκλώσαμε τους έρωτές μας, ερωτευτήκαμε και μας ερωτεύτηκαν τουλάχιστον δύο ίδιοι άντρες. Ξενυχτήσαμε παρέα, συμπέσαμε σε διακοπές, αναλύσαμε ώρες πολλές το «ιερό δικαίωμα της κατινιάς» – αλλά μόνο στα ερωτικά. Δεν θυμάμαι ποια εκπομπή είχε αναλάβει, κάποια στην οποία επένδυε πολλά τέλος πάντων, και, όταν άρχισε να μου μιλάει με ενθουσιασμό για το νέο της πρότζεκτ, το πρώτο που μου είπε ήταν: «Σε αυτήν την εκπομπή υπάρχει ένας κανόνας. Ολοι ανεξαιρέτως οι συνεργάτες δικαιούμαστε μέσα στη σεζόν, για μία φορά, να ασκήσουμε βέτο για να μην έρθει κάποιος καλεσμένος ή κάποια καλεσμένη αν έχει προϋπάρξει ερωτική λαμογιά».
Ρίκα, Ρικάκι. Με τις ατέλειωτες ποδάρες της, το τρανταχτό της γέλιο, το χιούμορ της όχι ως ευφυολόγημα αλλά ως στάση ζωής, την αφοσίωση στη δουλειά της, την αγάπη για την οικογένειά της και τη δημοσιογραφία, τη δοτικότητά της, τη γενναιοδωρία της, τη δύναμή της να δίνει κουράγιο ακόμη και όταν το χρειαζόταν η ίδια, την ικανότητά της να συγχωρεί, να ξεχνάει τα άσχημα και να κρατάει μόνο τα καλά. Με τον αυθεντικό αστικό πολιτισμό της που της επέτρεπε να είναι ο εαυτός της χωρίς μικροαστικούς ανασταλτικούς καθωσπρεπισμούς. Κορίτσι, γυναίκα και μάγκας όχι εναλλάξ. Ταυτόχρονα. Με τον τσουχτερό της λόγο, τη λοξή της ματιά, τον τσαμπουκά της γνώμης της. Και με ένα ταλέντο ζωής, να ανασύρει την κανονικότητα μέσα από τα ελλείμματα. Η Ρίκα του Οδυσσέα, του Νίκου, του Γιάννη. Η Ρίκα των φίλων της. Που έζησε όπως ήθελε και, έχω την εντύπωση, έφυγε με τους όρους της. «Ρίκα, Ρικάκι, τίποτα δεν θυμάσαι. Ρίκα, Ρικάκι, απόψε πού κοιμάσαι;».