Η περίπτωσή του μοιάζει κάπως με τη δική μου. Στη δεκαετία του ’60 ήμουν μέλος της Εθνικής Τουρκίας. Στους Βαλκανικούς Αγώνες έτρεξα εναντίον των «ομοεθνών» μου. Φυσικά, αυτό δεν ήταν αρκετό για την «ενσωμάτωσή» μου. Μοιάζει και με την περίπτωση του Λευτέρη. Ως Κωνσταντινουπολίτης έβαλε γκολ κατά της ελληνικής εθνικής ομάδας. Οταν όμως δεν έπαιζε καλά, όλο το γήπεδο του φώναζε ρυθμικά «κε-φε-ρέ» (άπιστε). Ετσι και ο Οζίλ έπρεπε να επιβεβαιώσει την αφοσίωσή του και να πείσει. Κάτι που είναι τόσο δύσκολο, όσο να βάλεις δέκα γκολ σε έναν αγώνα.
Ποιον όμως θα έπειθε; Τι δεν κατόρθωσε; Γιατί δεν έγινε αποδεκτός; Πρώτα, επιλέγοντας να μην παίξει στην Εθνική Τουρκίας και μετά υποστηρίζοντας τον ηγέτη μιας «άλλης» χώρας – η προεκλογική φωτογράφιση δεν ήταν τυχαία – ενόχλησε πρώτα κάποιους Τούρκους και μετά κάποιους Γερμανούς. Ο εθνικισμός δημιουργεί τέτοια διλήμματα.
Ο εθνικισμός υπάρχει στη βάση τού «εμείς και οι άλλοι». Κάποιος που δεν είναι «αποκλειστικά» με εμάς κινεί τις υποψίες. Κάποιος δικός μας πώς μπορεί να είναι και με τους άλλους; Τους οποίους γνωρίζουμε καλά τι σόι άνθρωποι είναι! Δύσκολα εξαλείφονται αυτές οι υποψίες. Υπάρχουν ενδιαφέρουσες μελέτες για τη σχέση του εθνικισμού με την παράνοια.
Η υπηκοότητα πάντα υπήρχε. Το «εθνικό / εθνικιστικό» είναι ένα νέο φαινόμενο. Αν και τα Συντάγματα αναφέρουν ότι δεν γίνονται διακρίσεις μεταξύ πολιτών λόγω γλώσσας, θρησκείας κ.ά., το «εθνικό» είναι συνυφασμένο με τους προγόνους, το αίμα, την καταγωγή, με τη θρησκεία και την Ιστορία.
Αν δεν επιδεικνύετε αυτές τις «αξίες» και ανεξάρτητα από αυτό που εσείς ο ίδιος πρεσβεύετε, η κοινή γνώμη σάς κρίνει με τα δικά της παραδοσιακά πιστεύω. Σας απορρίπτει αν δεν ταιριάζετε στο δικό της πρότυπο. Αυτή η κατάσταση δεν είναι ευχάριστη, αλλά ούτε πρέπει να εκπλήσσει αυτόν που ξέρει τι σημαίνει εθνικισμός και δεν τον εσωτερικεύει με την ψευδαίσθηση του «πατριωτισμού».
Ο κόσμος μας σήμερα αυτός είναι. Στους διεθνείς αγώνες ο νικητής κάνει τον γύρο του θριάμβου με μια εθνική σημαία. Κάποτε ένας Αφρικανός κρατάει τη σημαία του Κατάρ ή της Τουρκίας ή της Γαλλίας. Είναι όμως ποτέ δυνατό να κρατά και τη σημαία της χώρας όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε; Εγώ το έχω δει μόνο μία φορά.
Τι μπορούσε να κάνει ο Μεσούτ Οζίλ; Αν με την Εθνική Γερμανίας απέκλειε την ομάδα των ομοεθνών του, οι Τούρκοι θα τον θεωρούσαν αποστάτη, ακόμη και προδότη. Αν πάλι ως γερμανός πολίτης φορούσε την τουρκική εθνική φανέλα και απέκλειε τη γερμανική ομάδα σε κάποια διοργάνωση, θα έλεγαν «αυτοί δεν ενσωματώνονται, δεν γίνονται πολίτες μας».
Παρόμοια λόγια άκουσα για εμένα. Αλλά σε αυτό μάλλον διαφέρω από τον Οζίλ. Δεν μπορούσα να ταυτιστώ με καμία από τις αντιμαχόμενες εθνικές πλευρές και αποποιήθηκα και τους δύο εθνικισμούς και γενικότερα την ιδεολογία του εθνικισμού. Αυτό δεν αποτελεί μια πολιτική στάση, αλλά μια στάση φιλοσοφική, ιδεολογική.
Η υπηκοότητα είναι ο νόμιμος τρόπος να ζει κανείς σε κάποια χώρα, όπου έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για να μην έχετε προβλήματα με τη Δικαιοσύνη, για να σέβεστε τους πολίτες της χώρας και να είστε ειλικρινείς απέναντί τους γίνεστε ένας κανονικός πολίτης. Και όταν ασχολείστε με τον αθλητισμό, με τον πλέον φυσικό τρόπο, παίζετε και τρέχετε για την ομάδα σας. Τόσο απλά.
Ομως δεν συνδυάζετε τον αθλητισμό με τον εθνικισμό. Δεν νοθεύετε τον αθλητισμό με πατρίδα / έθνος, εμείς / οι άλλοι, προγόνους / κατακτήσεις κ.ά. Μένετε πάνω από αυτά, δεν κάνετε λαϊκισμό με μια σημαία και δεν αποκομίζετε κέρδος από τον φετιχισμό των μαζών. Αλλά έτσι θα είναι λιγότεροι αυτοί που στο μέλλον θα σας ασκήσουν κριτική, μάλιστα μπορεί να αποκτήσετε και έναν μικρό αριθμό, ωστόσο εκλεκτών υποστηρικτών.
Από την άλλη, αν με εθνικιστικά αισθήματα πανηγυρίζετε κρατώντας κάποιο εθνικό σύμβολο, αν θέλετε να σας χειροκροτήσουν άνθρωποι που τρέφουν ανάλογα αισθήματα, τότε εισέρχεστε στον κόσμο του εθνικισμού – στο εθνικό / εθνικιστικό υπόδειγμα.
Ετσι άρχισαν τα διλήμματα του Οζίλ. Το λάθος του ήταν ότι, λόγω του δικού του εθνικισμού, στους εθνικιστές που του επιτίθενται αντέδρασε με εθνικισμό. Ενώ θα έπρεπε να δώσει μεγαλύτερη σημασία στις φωνές που δεν ήταν εθνικιστικές.
Δεν είμαι υπέρ της μοναξιάς, να ζω χωρίς μια δική μου κοινότητα. Η δική μου «ομάδα» έχει εκατομμύρια μέλη στον κόσμο. Αν και μειονοτικοί σε κάθε χώρα, ανά τον κόσμο αριθμούμε εκατομμύρια. Και ο αριθμός αυτός αυξάνει συνεχώς. Ο εθνικισμός, ως μία πρόταση, χάνει το κύρος του. Γι’ αυτό και η προώθηση της λέξης «πατριωτισμός».
Την προσωπική πλευρά του αθλητισμού την έχουν νιώσει όσοι ασχολήθηκαν μαζί του. Αλλο είναι το αίσθημα των θεατών. Αυτοί παρακολουθούν αγώνες συμβόλων και ταυτίζονται με κάποια από αυτά. Ο αθλητής αγωνίζεται με τον ίδιο τον εαυτό του και προσπαθεί να τον υπερβεί. Είναι θέμα επιλογής κάποιος να πάρει ή να μην πάρει μέρος στην εθνικοποίηση του αθλητισμού. Δυστυχώς, η επιλογή αυτή δεν είναι ανεξάρτητη από την παιδεία και την κουλτούρα που μας έχουν επιβληθεί.
Τελικά, είναι δικαίωμα του αθλητή να έχει πολιτική άποψη. Ομως ο «εθνικισμός», δηλαδή η ταύτιση με κάποιο ιδεατό έθνος, δεν είναι πολιτική τοποθέτηση, αλλά θέμα ταυτότητας. Η πολιτική δεν έχει σχέση με τον εθνικισμό. Πολιτικά μπορεί κάποιος να επιλέξει να είναι δεξιός, αριστερός, φιλελεύθερος, φασίστας, κομμουνιστής κ.ά. Βέβαια η επιλογή του αυτή ισχύει για όλα τα κράτη και για όλες τις κοινωνίες. Η επιλογή πατρίδας / έθνους είναι κάτι διαφορετικό. Γι’ αυτό, αυτούς που κάνουν αυτή την επιλογή, ανεξάρτητα από την «πολιτική» τους, τους βρίσκουμε σε όλο το πολιτικό φάσμα. Δηλαδή ένας (πολιτικά) δεξιός ή αριστερός μπορεί να είναι ή να μην είναι εθνικιστής.
Ο Ηρακλής Μήλλας είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και έχει διδάξει σε διάφορα πανεπιστήμια της Ελλάδας και της Τουρκίας. Το άρθρο του αυτό πρωτοκυκλοφόρησε, στα τουρκικά, στην ιστοσελίδα Ahval