Ο Βιντιαντούρ Σουρατζπρασάντ Νάιπολ, ο συγγραφέας από το Τρινιντάντ που το 2001 διακρίθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, έφυγε στα 86 του χρόνια το περασμένο Σάββατο. Η λογοτεχνική του αρετή, όπως γράφει η «Γκάρντιαν», ήταν η αμεσότητα της ανάγνωσης. Ο έλεγχός του στη γλώσσα και στη ρητορική των μυθιστορημάτων του ήταν τέτοιος που «θα μπορούσε να πείσει τους αναγνώστες του να πιστεύουν τα γραπτά του ακόμα και όταν οι αλήθειες του ήταν εν μέρει αληθινές».
Γεννήθηκε το 1932 κοντά στο Πορτ οφ Σπέιν του Τρινιντάντ. Καταγόταν από οικογένεια μεταναστών από τη Βόρεια Ινδία. Ο παππούς του δούλευε σε φυτείες ζαχαροκάλαμου και ο πατέρας του ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας. Σε ηλικία 18 ετών ταξίδεψε στην Αγγλία και σπούδασε με υποτροφία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το έργο του αποτελείται κυρίως από μυθιστορήματα, διηγήματα, ταξιδιωτικά κείμενα.
Η αφηγηματική του δύναμη βασιζόταν στη μνήμη για ό,τι οι άλλοι έχουν ξεχάσει: την ιστορία των ηττημένων. Ο ίδιος το απέδιδε στην απουσία ριζών, δηλώνοντας δυστυχής για την πολιτισμική και πολιτιστική ένδεια του Τρινιντάντ και αποξενωμένος από την Ινδία. Ταυτόχρονα όμως όσο ζούσε στην Αγγλία ένιωθε ανίκανος να συσχετιστεί και να ταυτιστεί με τις παραδοσιακές αξίες μιας πάλαι ποτέ αποικιοκρατικής εξουσίας. Αλλά και στο βιβλίο του «Beyond Belief» ασκεί κριτική στον ισλαμικό φονταμενταλισμό των μη αραβικών χωρών: Ινδονησία, Ιράν, Μαλαισία, Πακιστάν.
Μυθιστορηματικά στοιχεία, αυτοβιογραφικά αποσπάσματα και μαρτυρίες προβάλλονται σε όλα τα βιβλία του Νάιπολ. Ανάμεσα στα συνολικά 29 βιβλία του τα μυθιστορήματά του είναι: «Ο μυστικός μασέρ»(1957), που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 2001, «Miguel Street» (1959), «Ενα σπίτι για τον κύριο Μπίσβας» (1961), «Ο κύριος Στόουν και οι σύντροφοι των ιπποτών» (1963), «In a Free State» (1971). «Οι αντάρτες» (1975), «A Bend in the River» (1979), «Μισή ζωή» (2001), «Μαγικοί σπόροι» (2004), καθώς και έργα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, βιογραφίες, πολιτικά και λογοτεχνικά δοκίμια, με τελευταίο το «The Masque of Africa: Glimpses of African Belief» (2010).  Ο Νάιπολ στεκόταν ανάμεσα σε δύο κόσμους. Στην ομιλία του στη Στοκχόλμη, στην απονομή του Νομπέλ, τον Δεκέμβριο του 2001 μίλησε για «τον κόσμο πέρα από τον ψηλό σιδερένιο φράχτη του σπιτιού της γιαγιάς μου και τον κόσμο μέσα σε αυτό το σπίτι που θύμιζε Ινδία. Μακριά από τον κόσμο του σπιτιού της γιαγιάς μου, όπου τρώγαμε ρύζι στη μέση της μέρας και στάρι για βραδινό, υπήρχε το μεγάλο άγνωστο αυτού του νησιού των τετρακοσίων χιλιάδων ανθρώπων. Υπήρχαν οι Αφρικανοί ή οι αφρικανικής καταγωγής που ήταν η πλειοψηφία. Υπήρχαν οι αστυνομικοί και οι δάσκαλοι. Υπήρχαν οι λευκοί που δεν ήταν όλοι τους Αγγλοι. Αυτές οι περιοχές του σκοταδιού που είχα γύρω μου ως παιδί έγιναν το θέμα των βιβλίων μου. Η γη, οι αυτόχθονες, ο Νέος Κόσμος, η αποικία, η Ιστορία, ο μουσουλμανικός κόσμος – τον οποίο ένιωθα να με αφορά -, η Αφρική και μετά η Ευρώπη. Είμαι ευχαριστημένος επειδή η φύση του υλικού μου  προκαλεί αμηχανία».
Ο Β.Σ. Νάιπολ διακρίθηκε  με σχεδόν όλα τα μεγάλα λογοτεχνικά βραβεία στη Μεγάλη Βρετανία (Τζον Λουέλιν Ρις 1958, Σόμερσετ Μομ 1960, Χόθορντιν  1964, W H Smith Literary Award 1968, Booker Prize 1971, Βραβείο Δημιουργικής Γραφής Τ.Σ. Ελιοτ 1986, Ντέιβιντ Κοέν 1993). Το 2008 η εφημερίδα «Times» τον συμπεριέλαβε στους «50 σημαντικότερους βρετανούς μυθιστοριογράφους μετά το 1945».
ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Υπήρξε συχνά δύσκολος άνθρωπος με έντονη ιδιοσυγκρασία. Με αυστηρό γερακίσιο βλέμμα εγκατέλειπε τις λογοτεχνικές εκδηλώσεις αν τον δυσαρεστούσαν οι ερωτήσεις ή έκλεινε απότομα το τηλέφωνο στους δημοσιογράφους. Αν και είχε βαθιά αίσθηση του χιούμορ (για τον φετφά εναντίον του Σαλμάν Ρούσντι είχε πει πως θα μπορούσε να τον κατανοήσει ως μία ακραία μορφή λογοτεχνικής κριτικής), ο Νάιπολ ήταν επιρρεπής στη μελαγχολία. Εκανε ασκήσεις γιόγκα έως ότου η πλάτη του ήταν αδύναμη, αποδίδοντας την κακή φυσική του κατάσταση στις άπειρες ώρες που αφιέρωσε στο γράψιμο. Πέρασε το υπόλοιπο του χρόνου του στο σπίτι του στο Λονδίνο ή πιο συχνά στο γεμάτο βιβλία εξοχικό του στην ύπαιθρο του Γουίλτσιρ. Το οποίο μοιράστηκε με την πρώτη του σύζυγο Πατ και από το 1996 με τη δεύτερή του Ναντίρ, έχοντας τη συντροφιά του Αυγούστου, μιας ασπρόμαυρης γάτας.