Η Ιστορία είναι ένα πεδίο ανεξάντλητης θεματογραφίας για όλες τις τέχνες. Η φωτογραφία, οι εικαστικές τέχνες, ο χορός, η ποίηση, η πεζογραφία, το θέατρο αλλά και η μουσική συστηματικά καταφεύγουν σ’ αυτή την ακένωτη πηγή θεμάτων, συναισθημάτων, ηθών, ιδεών. Λαοί, ανώνυμοι άνθρωποι, επώνυμοι που έδρασαν, πολέμησαν, μόχθησαν, αμάρτησαν, εγκλημάτησαν, θαυματούργησαν, ντροπιάστηκαν και αποθεώθηκαν έδωσαν στις τέχνες τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τοιχογραφίες και πορτρέτα άλλοτε πιστά, άλλοτε αφηρημένα, άλλοτε συμβολικά και συχνά αλλοιωμένα με μόνο σκοπό, στην αληθινή τέχνη, να μελετήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, τις ρίζες του κακού και τις ρίζες που αντλούν χυμούς από τα έγκατα της ιστορικής μνήμης.
Θυμίζω απλώς πως το πρώτο κείμενο του παγκόσμιου θεάτρου είναι οι «Πέρσες» του Αισχύλου.
Εκείνος ο μεγαλοφυής πρώτος δραματουργός της ανθρωπότητας μας έδειξε τον δρόμο: Το πρώτο και το μόνο απαραίτητο στοιχείο από την των πραγμάτων σύστασιν της τραγωδίας είναι ο Μύθος. Τα άλλα, λέξεις, μέλος, όψις, ήθος, διάνοια, μπορούν και να λείπουν, αναφέρει ο πρώτος δραματολόγος Αριστοτέλης.
Και ο Αισχύλος πολύ νωρίς από τη γέννηση του θεάτρου προτείνει πως η Ιστορία είναι εξίσου ανεξάντλητη πηγή θεατρικών μύθων, υποθέσεων.
Τα εγκλήματα των Ατρειδών, η πάλη των θεών με τον Προμηθέα, η καταραμένη γενιά του Λαΐου, του Οιδίποδα, των τέκνων του είναι ισοδύναμες αρτεσιανές πηγές με τους Περσικούς Αγώνες, τους βασιλικούς οίκους της Αγγλίας και της Σκωτίας, της Γαλλικής Επανάστασης, της δολοφονίας του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του Καποδίστρια, του Δραγούμη και των «Εξι» στο Γουδί η εκτέλεση.
Ολα αυτά τα ιστορικά και άπειρα άλλα γεγονότα έχουν ευδοκιμήσει ως σκηνικά έργα.
Ως θέμα, ως θεατρικός μύθος, ο θάνατος της Αντιγόνης είναι εξίσου τελεσφόρος όσο και ο θάνατος του Δαντών, της Μαρίας Στιούαρτ και του Ναπολέοντα.
Και για να μην παρεξηγηθώ: δεν αναφέρομαι στα κυριολεκτικά ιστορικά δράματα, που κι αυτά έχουν να παρουσιάσουν με τον Αισχύλο, τον Σαίξπηρ, τον Σίλλερ τον Ουγκώ, τον Καζαντζάκη («Καποδίστριας») αριστουργήματα, αναφέρομαι και σε πληθώρα θεατρικών κειμένων που αντλώντας από την ιστορία θέματα διερευνούν ηθικά, ιδεολογικά, ψυχιατρικά, πολιτικά ακόμη και οικονομικά προβλήματα.
Αν σήμερα σταθμεύω σ’ αυτά τα θεατρολογικά προβλήματα, είναι για να αναστρέψω μια επιπόλαιη άποψη που ταυτίζει τα ιστορικά θεατρικά έργα με εικονογράφηση των ιστορικών γεγονότων. Γνωρίζω πως υπάρχουν και τέτοια κείμενα και γνωρίζω τη σκοπιμότητά τους, πιθανόν την παιδαγωγική και την εν γένει διδακτική. Αλλά συνήθως αυτά δεν ανήκουν στην ιστορία του θεάτρου, τη σοβαρή. Υπάρχουν εθνικοσοσιαλιστικά, φασιστικά και σοβιετικά αλλά και ιησουιτικά θεατρικά έργα-προπαγάνδα που εκμεταλλεύονται την ευθυβολία της ζωντανής αναπαράστασης της σκηνής για να περάσουν μηνύματα που στο βάθος βάθος συκοφαντούν το θέατρο ως τέχνη, μετατρέποντάς το σε ντουντούκα.
Αρκούν αυτά για να ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Από τους «Πέρσες» του Αισχύλου έως τον «Γέρο του Μοριά» του Μελά, τη «Νίλα του Δράμαλη» του Ρώτα, τον «Αλκιβιάδη» του Θεοτοκά, τον «Καποδίστρια» του Καζαντζάκη, τη «Δίκη των Εξι» του Β. Βασιλικού, τον «Τρικούπη» του Ζακόπουλου οι έλληνες θεατρικοί συγγραφείς έχουν καταθέσει δεκάδες έργα που ξεπερνούν τον πειρασμό της ιστορικής εικονογράφησης. Π.χ. η «Θεοφανώ» του Τερζάκη και τα κατοχικά και εμφυλιακά έργα του Γιώργου Μιχαηλίδη και του Βαγγέλη Γκούφα.
Τα τελευταία χρόνια κυρίως εξαιτίας της οικονομικής δυσπραγίας και για πολυέξοδες παραγωγές στο θέατρο ευδοκιμούν μονόλογοι, πολλοί από τους οποίους αντλούν το θέμα τους από ιστορικά γεγονότα, συνήθως τραυματικά και ιστορικά πρόσωπα, κυρίως ξεχασμένες γυναίκες της ιστορίας ή ανώνυμες γυναίκες μέσα στις πυρίκαυστες περιοχές πολέμων, εμφυλίων τραγωδιών ή σταδιοδρομιών που υπερνίκησαν την υποβαθμισμένη γυναικεία παρουσία στη ζωή του έθνους.
Η ελληνική παρουσία στα χώματα της Ανατολής έχει προικίσει τη λογοτεχνία μας με αριστουργήματα του πεζού λόγου. Κόντογλου, Βενέζης, Σωτηρίου, Κοσμάς Πολίτης, Σαμουηλίδης, Τσίρκας, ο Στρ. Δούκας, ο Σολωμονίδης, η Ιορδανίδου, ο Ψαθάς.
Οταν πριν από χρόνια ο αείμνηστος Σπύρος Ευαγγελάτος ανέλαβε τη διεύθυνση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος εκτός από την Κεντρική, τη δεύτερη, την Πειραματική Σκηνή, ίδρυσε κλιμάκια Μακεδονίας και Θράκης, παιδική σκηνή και… όπερα, δημιούργησε και σκηνή όπου παίζονταν έργα στην ποντιακή διάλεκτο. Ανάμεσά τους ένα αριστούργημα, «Το προξενίον», ισάξιο με τα καλύτερα του συγχρόνου Ξενόπουλου.
Ενας από τους σημερινούς ερευνητές του όλου ανατολικού τόκου είναι ο Θωμάς Κοροβίνης. Ο Κοροβίνης έχει μελετήσει την ελληνική ανατολική μουσική παράδοση όχι μόνο ως μουσικολόγος αλλά και ως ερμηνευτής του μουσικού φωνητικού ιδιώματος, συμβάλλοντας στο εύρος της ελληνικής μουσικής δημιουργίας.
Ως μελετητής όμως και του γλωσσικού ιδιώματος των Ελλήνων από τον Πόντο έως την Πόλη και από τη Σμύρνη έως τα βάθη της Ανατολίας συνέλαβε και κάτι άλλο πολύτιμο.
Το γόνιμο πολιτιστικό έδαφος που πάνω του έσπειραν και θέρισαν οι Ελληνες της Ανατολής το δικό τους ήθος και ύφος στην αφήγηση, τη χειρονομία, τη σωματική γλώσσα εν γένει και τη μουσικότητα της εκφοράς.
Ενα τέτοιο μείζον τεκμήριο της μελέτης του ανατολικού ψυχολογικού, ιδεολογικού, ηθικού κώδικα συμπεριφοράς είναι το έργο του «Η Ευθαλία του Γαλατά». Μια λαϊκή Οδύσσεια με ηρωίδα μια ορφανή παιδούλα που ξεκινάει το επώδυνο οδοιπορικό της από τον Πόντο μετά τη σφαγή από τους Νεότουρκους του ακμαίου ελληνικού πληθυσμού για να φτάσει στη Σμύρνη και να καταλήξει στην Πόλη περνώντας όλα τα καυδιανά δίκρανα εκείνης της φοβερής εποχής στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Κοροβίνης γνωρίζει το ιστορικό τοπίο όχι μόνο από τις πηγές. Εχει άμεση γνώση ενός ιστορικού τοπίου πολυεθνικού, πολυγλωσσικού, πολυθρησκευτικού. Ελληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι, Μογγόλοι, Σύροι, Πέρσες, Κούρδοι και από κοντά Αγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Ισπανοί των κατοχικών στόλων και των «εγγυήσεων»!!
Η Ευθαλία είναι μια πλήρης γυναίκα, με βάθος, με πείσμα για την επιβίωση και ένα ερωτικό πλάσμα που δαπανά τον ερωτισμό του χωρίς προκαταλήψεις και ηθικούς φραγμούς. Οχι για να το εμπορευτεί τόσο, το σώμα της, όσο για να έχει ένα λιμάνι να επιστρέψει κάθε φορά που η ταραχή του βίου την ωθεί προς το τρικυμιώδες πέλαγο. Ερωτεύεται βαθιά με ανταπόκριση με έναν σπανιόλο αξιωματικό, που η φορά των γεγονότων τους αποξενώνει.
Με σημαδούρα το σώμα της που παραμένει αδαπάνητο για τη μεγάλη αγάπη, πελαγοδρομεί, ναυαγεί, βουλιάζει, πιάνεται από τα βράχια, επιβιώνει πάντα διψασμένη για ζωή και έτοιμη για το θαύμα, όποτε και όπως έρθει.
Το κείμενο του Κοροβίνη είναι πεζό, η Νικολέττα Βλαβιανού το διασκεύασε, θα έλεγα, σοφά σε θεατρικό αφήγημα, μια εξομολόγηση και μια θαρραλέα ανάληψη δημόσιας ευθύνης. Δεν κατηγορεί, δεν δημηγορεί, δεν ηθικολογεί. Καταγράφει, γεύεται πίκρες και χαρές με την ευγνωμοσύνη που έχει ο ναυαγός που βρήκε σωσίβιο. Από τα φτηνά κρεβάτια του αγοραίου έρωτα στην απόλυτη ερωτική πανδαισία του μοναδικού έρωτα η πορεία εντός των συμπληγάδων είναι τραγικός βίος. Η Ευθαλία τον απολαμβάνει, ρουφώντας τον έως τρυγός.
Η Ρέινα Εσκενάζυ σκηνοθέτησε τον μονόλογο με σοφία, λιτότητα και επιδίωξη να φτάσει η ερμηνεύτρια και ο θεατής στον πυθμένα. Και το πέτυχε. Ο σκηνικός χώρος της Αναστασίας Αμβράζη (φορέματα, κασέλες, ανατολίτικη παγχρωμία, κεριά, σορόπια) έξοχος. Οι φωτισμοί της Μαραγκουδάκη υποβλητικοί. Τα εξαίσια κοστούμια που σχεδίασε και έραψε η Δάφνη Τσακώτα έργα τέχνης. Ο Κοροβίνης επιμελήθηκε τα τραγούδια και τη μουσική με την άλλη του εμπειρία. Η Βλαβιανού έφτασε ερμηνευτικά στο απόλυτο. Λιτή, ευσυγκίνητη, αποφασιστική κι άλλοτε απελπισμένη, κολύμπησε συναισθηματικά στον χείμαρρο και δεν της απέλειπε η ελπίδα μέσα στο υπαρξιακό κενό. Μια σπουδαία ερμηνεία.