Με τη σκέψη αγκιστρωμένη στις δραματικές στιγμές της 23ης Ιουλίου, οι κάτοικοι του Ματιού και του Νέου Βουτζά, κατάκοποι και θλιμμένοι, προσπαθούν να κλείσουν τις ανοιχτές πληγές στους δύο οικισμούς. Σε κάθε καλημέρα που ανταλλάσσουν το μυαλό τους επιστρέφει στον πύρινο εφιάλτη (σαν να τον ζουν από την αρχή) και οι κουβέντες τους κινούνται γύρω από γείτονες και φίλους που χάθηκαν με μαρτυρικό τρόπο ακόμα και μπροστά στα μάτια τους. Τα «γιατί» της τραγωδίας στην Ανατολική Αττική περιμένουν απάντηση, την ώρα που οι πυρόπληκτοι μπαίνουν στον δύσκολο δρόμο της αποκατάστασης.
«Γιατί δεν μας ειδοποίησαν; Γιατί μας άφησαν στην τύχη μας; Αν πετούσε έγκαιρα ένα ελικόπτερο χαμηλά πάνω από τον οικισμό, θα καταλαβαίναμε ότι κάτι τρέχει. Ούτε αυτό δεν έκαναν. Αργησαν» λέει ο Δημήτρης Ξερουδάκης, ο οποίος ζει στο Μάτι από το 1955. Το σπίτι του είναι πια κουφάρι στο κατάμαυρο τοπίο και ο ίδιος στέκεται μόνος στην αυλή του κοιτάζοντας τα χαλάσματα. Θυμάται τις εφιαλτικές ώρες: «Κατάφερα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και μάλλον αυτό με έσωσε. Εβαλα αρβύλες, πήρα μόνο την ταυτότητά μου και πήγα προς τη θάλασσα. Η φωτιά είχε ήδη κατέβει. Βρήκα φλόγες μπροστά μου. Παντού καπνός, ο κόσμος έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο».
Τρεις εβδομάδες μετά την πύρινη κόλαση, οι περισσότεροι κάτοικοι συμμαζεύουν ό,τι μπορούν από τις κατεστραμμένες περιουσίες τους. Αλλοι προσέλαβαν με δικά τους έξοδα εργάτες για την κοπή των καμένων δέντρων, άλλοι απευθύνονται στον δήμο και άλλοι σε υλοτόμους που κάνουν δωρεάν τις εργασίες αρκεί να κρατούν τα ξύλα. Στις κολόνες του οικισμού εμφανίστηκαν κάρτες επαγγελματιών για οικοδομικές εργασίες, βαψίματα, καθαρισμούς κήπων, καθώς και ηλεκτρολόγων και παλιατζήδων.
«Κάπως πρέπει να μαζέψουμε τα κομμάτια μας» λέει ο Γιάννης Σέρβας μόνιμος κάτοικος Ματιού. «Κάηκαν τα αυτοκίνητά μας, τα δέντρα, οι κοτούλες μας. Ας πάνε… Εδώ χάσαμε φίλους. Εξι νεκροί στη γειτονιά μου. Θα μπορούσε να ήμασταν εμείς». Ο ίδιος περιγράφει πώς η οικογένειά του γλίτωσε από τις φλόγες: «Μαζί με τη σύζυγό μου και την κόρη μας πεταχτήκαμε έξω από το σπίτι και είδαμε τη φωτιά να κατεβαίνει. Βγαίνοντας από την αυλή άκουσα τη γυναίκα μου να ουρλιάζει “καίγομαι, καίγομαι”. Εγώ και η κόρη μου καταλήξαμε στη θάλασσα περιμένοντας για βοήθεια. Την είχαμε για νεκρή τη γυναίκα μου… Αλλά στάθηκε τυχερή. Είχε ξαναμπεί μέσα στο σπίτι και έτσι γλίτωσε. Αλλοι, εδώ στον ίδιο δρόμο, πέθαναν έτσι. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερες ποια απόφαση ήταν η σωστή».
Μερικά τετράγωνα μακριά, στην οδό Ποσειδώνος, δύο άνδρες γεμίζουν σακούλες με αποκαΐδια. «Εχουμε δρόμο μπροστά μας. Αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Ολα φτιάχνονται. Αλίμονο σε όσους έχασαν ανθρώπους» λέει ο Νίκος Καλαφατάκης.
Στην καρδιά του οικισμού υπάρχει ζωή από κατοίκους, εθελοντές, εργάτες, οχήματα του Στρατού και της Αστυνομίας, ενώ στην καφετέρια του Βασίλη Παρασκευόπουλου στην κεντρική οδό Κυανής Ακτής τα στρογγυλά παρτέρια γεμάτα με χρωματιστά λουλούδια δημιουργούν μια εικόνα αισιοδοξίας, παράταιρη όμως με το υπόλοιπο περιβάλλον. Γιατί σχεδόν σε κάθε γωνιά «παραμονεύουν» στιγμιότυπα οδύνης για τα θύματα της φωτιάς και απελπισίας για τις χαμένες περιουσίες.
Αντικριστά στέκουν στις κολόνες κεντρικού δρόμου τα κηδειόχαρτα μιας γυναίκας η οποία έφυγε βίαια ενώ βρισκόταν στη δύση της ζωής της και ενός αγοριού που δεν πρόλαβε να ζήσει: της 88χρονης Αγγελικής Γιαννοπούλου που βρέθηκε νεκρή στο καμένο σπίτι της και του μπέμπη, του αγοριού έξι μηνών που έσβησε στην αγκαλιά της μαμάς του Μαργαρίτας (η οποία ακολούθησε το μωρό της στον θάνατο έπειτα από λίγα 24ωρα).
Τα συγκινητικά μηνύματα πολιτών
«Χαθήκατε άδικα. Γιατί;» έγραψε κάποιος με μαρκαδόρο στην κορδέλα της ανθοδέσμης που κρέμεται στα κάγκελα έξω από το οικόπεδο της φρίκης στην Αργυρά Ακτή, όπου απανθρακώθηκαν 26 άνθρωποι. «Καλό παράδεισο» έγραψε ένας άλλος, «θα είστε για πάντα στη σκέψη μας». Στο ίδιο σημείο υπάρχει και το χειρόγραφο σημείωμα ενός Τούρκου: «Ο πόνος σας, πόνος μας» («Aciniz, acimizdir»). Στη γειτονιά που έγινε τόπος μαρτυρίου για άνδρες, γυναίκες και παιδιά επικρατεί σιγή – τόσο που μπορεί κανείς να ακούσει τον κυματισμό της θάλασσας.