Ο εγκλωβισμός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας έχει προκαλέσει, όπως είναι αναμενόμενο, έντονο προβληματισμό στην Αθήνα σχετικά με τις συνέπειες που η πίεση προς την Τουρκία θα μπορούσε να εκτονωθεί στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και γενικότερα στη συμπεριφορά της Αγκυρας. Η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις της χώρας δεν εύχονται μια ολική κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, η οποία ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί αν ο τούρκος πρόεδρος επιμένει να αγνοεί βασικούς κανόνες λειτουργίας των σύγχρονων οικονομιών. Την ίδια στιγμή, μέσα από αυτή τη δύσκολη κατάσταση θα μπορούσαν να προκύψουν ευκαιρίες για την ελληνική εξωτερική πολιτική, αλλά αυτές δεν θα πρέπει να επιδιωχθεί να δραχτούν με τρόπο ακραία οπορτουνιστικό.

Σύμφωνα με έμπειρους παρατηρητές των τουρκικών εξελίξεων, ο Ερντογάν υποτίμησε ξεκάθαρα τόσο τον τρόπο αντίδρασης του Ντόναλντ Τραμπ όσο και τις δικές του δυνατότητες. Ο αμερικανός πρόεδρος είναι εξίσου απρόβλεπτος με τον ίδιο και επιπλέον έχει αποδείξει με τις μέχρι σήμερα επιλογές του ότι δεν κινείται με βάση τις στερεότυπες και πάγιες αντιλήψεις του κατεστημένου που λαμβάνει τις αποφάσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και πολιτική εθνικής ασφαλείας. Από την άποψη αυτή, η αποστροφή Ερντογάν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι διατεθειμένες να θυσιάσουν έναν στρατηγικό σύμμαχο για έναν πάστορα μπορεί να ακούγεται λογική, αλλά αυτή η λογική δεν ταιριάζει απαραίτητα με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο Τραμπ.

ΣΥΜΠΑΓΕΣ ΜΕΤΩΠΟ. Την ίδια στιγμή, προσθέτουν οι ανωτέρω πηγές, ο Ερντογάν επιδιώκει να αξιοποιήσει για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους την πίεση της Ουάσιγκτον μέσω των κυρώσεων ώστε να διαμορφώσει μια ατμόσφαιρα πολιορκίας της Τουρκίας. Με τον τρόπο αυτόν θέλει να σφυρηλατήσει ένα συμπαγές εσωτερικό μέτωπο. Ωστόσο, η επιτυχία αυτής της στρατηγικής προϋποθέτει τη χρήση σκληρής εθνικιστικής ρητορικής που εξάπτει τα λαϊκά πάθη – ό,τι ακριβώς συνέβη και την επαύριο της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος το 2016. Σε αυτή την περίπτωση, η κατάσταση μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξεφύγει από κάθε έλεγχο και η… φωτιά να κάψει και τους γείτονες της Τουρκίας, άρα και την Ελλάδα.

Ο Ερντογάν αναφέρθηκε τα τελευταία 24ωρα στη δυνατότητα της Τουρκίας να αναζητήσει νέες συμμαχίες λόγω του χάσματος με την Ουάσιγκτον. Στο μυαλό όλων ήρθε φυσικά η πρόσφατη προσέγγισή του με τη Ρωσία. Ωστόσο, σε αυτή τη φάση, μια ενίσχυση των δεσμών με τη Μόσχα θα γίνει από θέση αδυναμίας. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, άριστος παίκτης των γεωπολιτικών συσχετισμών, το γνωρίζει αυτό. Υπάρχει μάλιστα μια σειρά θεμάτων στα οποία θα ήθελε να λάβει ανταλλάγματα. Ηδη, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι η Ρωσία θα πιέσει την Τουρκία στο ζήτημα της Συρίας και ειδικότερα στη συναίνεσή της να ανακαταληφθεί από τις δυνάμεις του Μπασάρ αλ Ασαντ η περιοχή του Ιντλίμπ. Εκεί εξακολουθούν να βρίσκονται οργανώσεις τζιχαντιστών που επί χρόνια διατηρούν στενές σχέσεις με την Αγκυρα. Σημειώνεται ότι ο Σεργκέι Λαβρόφ μετέβη από χθες στην τουρκική πρωτεύουσα όπου θα έχει συζητήσεις με τον τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου επί της πραγματοποίησης τετραμερούς συνάντησης κορυφής Ρωσίας, Τουρκίας, Γαλλίας, Γερμανίας για το Συριακό στο προσεχές μέλλον.

ΜΠΛΟΚΟ ΣΤΑ F-35. Για την Αθήνα υπάρχουν φυσικά και ορισμένες θετικές ειδήσεις. Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε χθες τον νόμο για την αμυντική πολιτική και τον προϋπολογισμό του Πενταγώνου για το 2019 (NDAA) σύμφωνα με τον οποίο αναστέλλεται και η παράδοση των αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35 μέχρι το αμερικανικό υπουργείο Αμυνας να ολοκληρώσει έκθεση που θα εξετάζει τη βιομηχανική συμμετοχή της Τουρκίας στο πρόγραμμα συμπαραγωγής και πιθανούς τρόπους κάλυψης του κενού σε περίπτωση αποβολής της από αυτό. Προβλέπονται επίσης κυρώσεις εφόσον η Αγκυρα προχωρήσει στην προμήθεια του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400.

Αυτό που απασχολεί έλληνες αναλυτές είναι μια πιθανή σπασμωδική αντίδραση της Τουρκίας αν η κατάσταση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις εκτραχυνθεί περαιτέρω. Τούτο δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από μια ευρύτερη σύσφιγξη των ρωσοτουρκικών σχέσεων, σε μια περίοδο μάλιστα που η ατμόσφαιρα μεταξύ Αθήνας και Μόσχας βρίσκεται στο ναδίρ. Ρεαλιστικότερη στάση έναντι της Αγκυρας φαίνεται ότι ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), με την οποία ο Ερντογάν προσπαθεί μετεκλογικά να βρει σημεία επαφής. Δεν πρέπει επίσης να αγνοείται ότι νέες πολεμικές επιχειρήσεις στη Συρία – συγκεκριμένα στο Ιντλίμπ – θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν νέο κύμα προσφύγων. Η Ελλάδα και κατ’ επέκταση η ΕΕ θα βρίσκονταν, στην περίπτωση αυτή, πάλι μπροστά σε μια κρίση καθώς αν η οικονομική κρίση στην Τουρκία βαθύνει, η παραμονή εκατοντάδων χιλιάδων νέων προσφύγων στο έδαφός της θα καταστεί ακόμη δυσκολότερη.