τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη το ταραγμένο πολιτικό υπόβαθρο και η αγωνία του ποιητή για το «τέλος της τραγωδίας» αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο θα εξελιχθεί η υπόθεση του έργου. Η κωμωδία, που κέρδισε το πρώτο βραβείο στα Λήναια το 405 π.Χ., και έπεται των θανάτων των τριών τραγικών, του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, εκφράζει με τον δικό της τρόπο την αγωνία του ποιητή.
Σαν χωρισμένη σε δύο μέρη, και με τη χορωδία των Βατράχων να κάνει την εμφάνισή της μία και μόνον φορά κατά τη διάρκεια του έργου, αφήνοντας παράλληλα και απορίες για τον τίτλο, η αριστοφανική κωμωδία κάνει μια διπλή κριτική: Από τη μια στο πολίτευμα και την προτροπή στην ολιγαρχία και από την άλλη στην τέχνη της γραφής, μέσα από την παλαιότερη και τη νεότερη γενιά ποιητών.
Οι «Βάτραχοι» σε σκηνοθεσία Κώστα Φιλίππογλου ξεκινούν από έναν ακατανόητο, ίσως, περιορισμό της επιδαύριας σκηνής και την αντικατάστασή της από μια μικρή υπερυψωμένη σιδερένια κατασκευή – με μοναδική χρησιμότητα τα «παράθυρα» που άνοιγαν. Σαν να ήθελε εξαρχής η παράσταση να δηλώσει τις αντιφατικές της προθέσεις και να στερηθεί του μεγέθους: να συμπιέσει την ανάσα και την κίνηση, να στριμώξει και να μικρύνει την ίδια την κωμωδία. Με το κείμενο, σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα, να εμπεριέχει ευκολίες στη μετάφραση και αδικαιολόγητες παρεμβάσεις («Εχεις facebook;»), οι «Βάτραχοι» μπερδεύτηκαν ανάμεσα στους ήχους, τα κοάσματα, τις κραυγές και τα μικρόφωνα, προκαλώντας σύγχυση.
Ο Φιλίππογλου δεν κατάφερε να ενορχηστρώσει το υλικό του ούτε να του δώσει μια σαφή σκηνοθετική κατεύθυνση. Αντιθέτως αυτοί οι «Βάτραχοι» δεν είχαν ούτε ρυθμό ούτε μέτρο, ενδίδοντας πολλές φορές σε πρόχειρες λύσεις και σκηνές – όπως ανάμεσα στον Διόνυσο και τον Χορό των Βατράχων και κυρίως, στην κορυφαία, του αγώνα ανάμεσα στους δύο ποιητές. Είναι σαφές ότι η παράσταση στήθηκε πάνω στους πρωταγωνιστές της, και κυρίως στον Λάκη Λαζόπουλο. Μοιρασμένος σε δύο ρόλους, του Ξανθία (στο πρώτο μέρος) και του Ευριπίδη στο δεύτερο, ο Λαζόπουλος δεν κατάφερε να αποποιηθεί την τηλεοπτική του περσόνα – κάτι που είναι άλλωστε λογικό. Είναι δεδομένο άλλωστε ότι δεν ανήκει στο είδος των ηθοποιών που μεταμορφώνονται μέσα από τους ρόλους που αναλαμβάνουν να παίξουν, αλλά μεταφέρουν σε αυτούς την περσόνα τους. Και αυτό στον Αριστοφάνη δεν ήταν ούτε αρκετό ούτε χρήσιμο. Ως ακόλουθος του Διονύσου, με τη ριγέ μπλούζα και το σκουφάκι, παρέπεμπε στους Μήτσους της μικρής οθόνης, ενώ όταν κλήθηκε να ερμηνεύει τον Ευριπίδη, περιόρισε τον ρόλο του σε μια καρικατούρα με περούκα.
Κατά τα άλλα: Ο Αισχύλος του Αντώνη Καφετζόπουλου αφέθηκε στις ευκολίες του ηθοποιού, αντιστοίχως και ο Δημήτρης Πιατάς στον διπλό ρόλο του (Αιακός και Ηρακλής), στερώντας από τους «Βατράχους» κάθε συνοχή και χημεία ανάμεσα στα μέλη του θιάσου. Από τον κανόνα δεν ξέφυγε ούτε η Σοφία Φιλιππίδου-Διόνυσος, η οποία, ωστόσο προσπάθησε να μην παρασυρθεί πλήρως, επιτρέποντας στον εαυτό της κάποιες εξαιρέσεις.
Την πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία-σκηνική παρουσία είχε η Αννα Καλαϊτζίδου που ως κορυφαία του Χορού απέδειξε τη θεατρική της καταγωγή. Τέλος, ο Γιάννης Στεφόπουλος, στον ρόλο του Πλούτωνα, έκανε αισθητή τη συμμετοχή του στους «Βατράχους».