Δεν γνωρίζουμε σε ποιον αποδίδεται η φράση πως «όσο περισσότερο αλλάζει ο κόσμος τόσο περισσότερο παραμένει ο ίδιος», αλλά ακόμη κι αν την αγνοεί κανείς, υπάρχουν χίλιοι δύο τρόποι, ενώ κυκλοφορεί στους δρόμους, να τη σκεφτεί σαν να πρόκειται για προσωπική του παρατήρηση. Δεν έχει παρά να προσέξει νεαρά, πάρα πολύ νεαρά, για την ακρίβεια, άτομα από τον Σεπτέμβριο ώς τον Ιούνιο κυρίως, με σκισμένα παντελόνια. μπλούζες με σχέδια που μυρίζουν θάνατο, με σκουλαρίκια όχι μόνο στα αφτιά αλλά και στις μύτες, αλλά και μ’ ένα βλέμμα, καστανό ή γαλανό, πεντακάθαρο, να κολλάνε λιλιπούτειες αφισούλες ή χειρόγραφες ανακοινώσεις, σε τοίχους σπιτιών γύρω από την πλατεία Εξαρχείων. Με τόση μάλιστα επιμέλεια, όση τουλάχιστον δεν έχουν δείξει για την εμφάνισή τους. Αγόρια και κορίτσια μαζί, σε συντροφιές ανά τρεις ή τέσσερις, με τον αέρα μιας πράξης που τους κάνει και αυτή να διαφέρουν από τους άλλους, νιώθεις να «μειονεκτείς» απέναντί τους σε κάτι που τα ίδια αυτά παιδιά δεν θα υποψιάζονται. Δεν φαίνεται να αναρωτιούνται αν και πόσοι θα προσέξουν, ή θα διαβάσουν, την αφίσα ή την ανακοίνωσή τους, ή ότι το ενδεχόμενο να μην «ενδιατρίψει» σ’ αυτές ούτε ένας περαστικός είναι πολύ πιθανότερο από ό,τι ελάχιστοι έστω να κοντοσταθούν και να ρίξουν μια ματιά στην έντυπη διαμαρτυρία τους.
Αν δεν είχε ταυτιστεί η έννοια του δονκιχωτισμού με κάτι πολύ μεγάλο, και χωρίς να γίνεται κανείς ασεβής όσον αφορά τα πραγματικά ηθικά και πνευματικά μεγέθη, ας μας επιτραπεί, τηρουμένων όλων των αναλογιών, να μιλήσουμε για έναν ήσσονος, απειροελάχιστης σημασίας δονκιχωτισμό, το να εξακολουθεί δηλαδή να πιστεύει κανείς ότι η φωνή και ο λόγος τού ανθρώπου – σε μια Βαβέλ από φωνές κι από λόγους όπως είναι οι σύγχρονες κοινωνίες – μπορεί να διατηρούν κάτι από τη σημασία που είχαν, πριν από αμνημόνευτα χρόνια, όταν πρωτοαναγνωρίστηκαν ως τρόποι επικοινωνίας. Ρομαντισμός ή ανεδαφικότης, αισθάνεται την ανάγκη να υποκλιθεί κανείς μπροστά σε μια εμπιστοσύνη, έστω κι αν εκδηλώνεται με στραβό τρόπο, όσον αφορά τη δύναμη και την αμεσότητα της φωνής και του λόγου.