Η τουρκική λίρα αποτελούσε ανέκαθεν ένα από τα βαρόμετρα της τουρκικής πολιτικής και οικονομικής ζωής. Πριν από την άνοδο του κ. Ερντογάν στην εξουσία, η χρήση ξένου νομίσματος στις οικονομικές συναλλαγές ήταν πολύ διαδεδομένη. Οι οικονομικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις της πρώτης θητείας του Κόμματος Δικαιοσύνης και Αναπτύξεως (ΑΚΡ) συνέβαλαν και στην αύξηση της εμπιστοσύνης στο τουρκικό εθνικό νόμισμα. Συμβολική ήταν η απόφαση το 2005 μετά τη μείωση του πληθωρισμού να αντικατασταθεί η παλαιά τουρκική λίρα, με σχέση ανταλλαγής 1.000.000 παλαιές προς μία νέα τουρκική λίρα. Το νέο τουρκικό νόμισμα συνέβαλε στην με αργά βήματα οικοδόμηση ενός προφίλ αξιοπιστίας για την τουρκική οικονομία και πολιτική. Ο,τι οικοδομήθηκε, ωστόσο, με κόπο την περασμένη δεκαετία, υπονομεύθηκε τα τελευταία χρόνια συνεπεία πολιτικών και οικονομικών επιλογών που έτυχαν της επανειλημμένης επιδοκιμασίας του τουρκικού λαού.
Τον περασμένο Μάιο, μερικές εβδομάδες πριν από τις τουρκικές προεδρικές εκλογές, ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν  επισκέφθηκε το Λονδίνο. Εκεί οι επιτελείς του διοργάνωσαν συνάντηση με σημαίνοντες οικονομικούς παράγοντες του Σίτι. Σκοπός ήταν να διασκεδαστούν οι αρνητικές εντυπώσεις από σειρά δηλώσεων για την οικονομική πολιτική στις οποίες είχε προβεί ο πρόεδρος Ερντογάν κατά την προεκλογική περίοδο, αλλά και να επιβεβαιωθεί η φιλική προς το ξένο κεφάλαιο οικονομική πολιτική της τουρκικής κυβερνήσεως. Αντί να καθησυχασθούν, ωστόσο, οι τραπεζίτες, χρηματιστές και διαχειριστές κεφαλαίων, άκουσαν τον τούρκο πρόεδρο να τους αναπτύσσει μια καινοφανή θεωρία που αντέστρεφε την αιτιώδη σχέση μεταξύ επιτοκίων και πληθωρισμού, αλλά και να αποκαλύπτει ότι θα επιβάλλει τις απόψεις του για τη νομισματική πολιτική στον διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Τουρκίας. Ο αντίκτυπος αυτών των δηλώσεων στις αγορές συναλλάγματος την επομένη ήταν μεγάλος. Χρειάστηκε η νέα επίσκεψη του μετριοπαθούς και εμπίστου των αγορών υπουργού Οικονομίας Μεχμέτ Σιμσέκ στο Λονδίνο για να κατευνάσει τις διεθνείς αγορές και να αποτρέψει τα χειρότερα.
Τι συνέβη μετά την επανεκλογή του κ. Ερντογάν στις εκλογές της 24ης Ιουνίου; Ο κ. Σιμσέκ απομακρύνθηκε από τη θέση του και νέος υπουργός Οικονομίας τοποθετήθηκε ο γαμπρός τού νεοεκλεγέντος προέδρου και μέχρι τότε υπουργός Ενεργείας Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Το μήνυμα προς τις αγορές ήταν σαφές. Ενισχυμένος από τη λαϊκή εντολή αλλά και το νέο σύνταγμα, ο κ. Ερντογάν θα ασκούσε μια ανορθόδοξη προσωπική οικονομική και νομισματική πολιτική. Η νέα νίκη τού τουρκικής κοπής λαϊκισμού συνοδευόταν και από την περαιτέρω υποβάθμιση της λειτουργίας των θεσμών.
Η κρίση στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις με αιχμή την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον αποτέλεσε απλώς την αφορμή για να αναδειχθούν τα προβλήματα στην τουρκική οικονομική διακυβέρνηση, αλλά και οι αδυναμίες της τουρκικής οικονομίας. Μεταξύ όλων των αναδυομένων οικονομιών, η Τουρκία εμφανίζεται ως η πλέον ευάλωτη τόσο έναντι της επιβολής δασμών του προέδρου Τραμπ που υπονομεύουν το διεθνές εμπόριο όσο και έναντι της επικείμενης αυξήσεως των επιτοκίων στις ανεπτυγμένες οικονομίες και της αναπόφευκτης μειώσεως της ρευστότητος στις αναδυόμενες οικονομίες. Ο κ. Ερντογάν ισχυρίζεται ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες τον τιμωρούν για την ανεξάρτητη και υπερήφανη πολιτική του. Τα περιθώρια μετακυλίσεως της προσωπικής του ευθύνης, ωστόσο, για την οικονομική κρίση είναι περιορισμένα. Η τουρκική λίρα καθίσταται και πάλι το βαρόμετρο των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων.