Ο καρκίνος των ωοθηκών αποτελεί την τρίτη συχνότερη γυναικολογική νεοπλασία, αλλά ταυτόχρονα αυτή με τη μεγαλύτερη θνησιμότητα. Πάνω από 90% των περιπτώσεων αφορούν επιθηλιακούς όγκους, ενώ τόσο τα νεοπλάσματα από στρωματικά κύτταρα των ωοθηκών όσο και από γεννητικά κύτταρα είναι αρκετά σπάνια (5%-6% και 2%-3% του συνόλου αντίστοιχα). Η μέση ηλικία εμφάνισης της νόσου είναι τα 65 έτη. Το διακολπικό υπερηχογράφημα και η μέτρηση του καρκινικού αντιγόνου CA125 έχουν δοκιμασθεί σε μεγάλες μελέτες ως μέθοδοι προσυμπτωματικού ελέγχου, χωρίς όμως να έχει αποδειχθεί η χρησιμότητά τους ως προς αυτόν τον σκοπό.
Παρότι ο επιθηλιακός καρκίνος ωοθηκών χαρακτηρίζεται από σημαντική ετερογένεια τόσο σε ιστολογικό όσο και σε μοριακό επίπεδο, η αρχική αντιμετώπιση της νόσου παραμένει ενιαία. Η θεραπεία βασίζεται στην κατά το δυνατόν πλήρη κυτταρομειωτική χειρουργική επέμβαση και στη χημειοθεραπεία με πακλιταξέλη, ανάλογο πλατίνας, και τον αντιαγγειογενετικό παράγοντα μπεβασιζουμάμπη. Κρίσιμος παράγοντας που καθορίζει πάντως την επιβίωση αυτών των ασθενών είναι η αντιμετώπισή τους σε εξειδικευμένα κέντρα γυναικολογικής ογκολογίας. Οσο πρωιμότερο είναι το στάδιο και όσο ριζικότερη είναι η χειρουργική επέμβαση τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα υποτροπής της νόσου. Σημαντικό ποσοστό ασθενών που διαγιγνώσκονται με προχωρημένη νόσο θα εμφανίσουν υποτροπή. Η αντιμετώπιση αυτών των ασθενών στηρίζεται στη χημειοθεραπεία. Η χειρουργική εξαίρεση υποτροπιάζουσας αλλά σχετικά περιορισμένης νόσου έχει και αυτή ρόλο. Σε αρκετές ασθενείς είναι εφικτός ο έλεγχος της νόσου, παρά τις πολλαπλές υποτροπές της.
Τα τελευταία χρόνια, η μοριακή ανάλυση του επιθηλιακού καρκίνου ωοθηκών έχει καταδείξει ότι έως και 50% των ασθενών μπορεί να φέρει μεταλλάξεις σε γονίδια που εμπλέκονται στην επιδιόρθωση του DNA. Κυρίως αφορούν τα γονίδια BRCA1/2 που προδιαθέτουν στην ανάπτυξη καρκίνου ωοθηκών και μαστού. Οι ασθενείς που φέρουν τέτοιες μεταλλάξεις έχουν σημαντικό όφελος από μια νέα κατηγορία φαρμάκων – τους αναστολείς PARP. Τα φάρμακα αυτά χορηγούνται ως θεραπεία συντήρησης στην υποτροπή της νόσου. Ο έλεγχος των μεταλλάξεων BRCA1/2 επιτελείται πλέον σε όλες τις ασθενείς που διαγιγνώσκονται με υψηλής κακοήθειας επιθηλιακό καρκίνο ωοθηκών και εκτός από την προγνωστική και θεραπευτική σημασία για την ασθενή οδηγεί σε έλεγχο και των άμεσων συγγενών. Φορείς αυτών των γονιδίων θα πρέπει να λαμβάνουν γενετική συμβουλευτική για πρόληψη του καρκίνου μαστού και ωοθηκών.