Η Μαντόνα Λουίζ Τσικόνε σήμερα γίνεται 60 ετών. Σπουδαία γενέθλια για όσους και όσες χόρεψαν και διασκέδασαν, ερωτεύτηκαν ή άλλαξαν στυλ μαζί με τα τραγούδια της. Η Μαντόνα, όπως γράφουν μουσικοί, κριτικοί κινηματογράφου και θεάτρου, φεμινίστριες και ειδικοί της μόδας, είναι το καθολικό φαινόμενο σταρ της μεταγουορχολικής εποχής που ανέδειξε τη δυναμική της γλώσσας των εικόνων.

Παιδί συντηρητικής ιταλοαμερικανικής οικογένειας που ακολουθούσε τις αρχές του καθολικισμού, κυνηγά το όνειρό της στη Νέα Υόρκη, μπαίνει στους δρόμους της νύχτας, σερβίρει καφέ και ντόνατς, φωτογραφίζεται γυμνή, συναναστρέφεται γκέι χορευτές και μαθαίνει να εκφράζεται με το σώμα της, αρχίζοντας την άνοδό της. Το 1983 η άγνωστη ερασιτέχνης κάνει επιτυχία με ένα τραγούδι: «Holiday». Μέσα από το βιντεοκλίπ – το νέο μέσο της κουλτούρας των εικόνων – η Μαντόνα με τα σκουλαρίκια – σταυρούς και τα βραχιόλια – μεταλλικούς κρίκους, ξεκίνησε να δηλώνει τις προθέσεις της: καυτή, σέξι, δυνατή και αποφασισμένη να την προσέξει όλη η ανθρωπότητα. Ακόμη και ο Πάπας, όπως σύντομα θα δείξει η ιστορία της και η επιρροή της στη βιομηχανία της μουσικής και των μίντια, της μόδας και των κοινωνιολογικών σπουδών.

Διαρκώς άλλαζε χαρακτήρες παρουσιάζοντας τον εαυτό της σαν αγόρι, κορίτσι των υλικών απολαύσεων, βασίλισσα του Χόλιγουντ, είδωλο της πίστας, αρχηγός συμμορίας, χορεύοντας και τραγουδώντας. Στην περίπτωσή της δεν ήταν ποτέ μόνο η μουσική. Η Μαντόνα με την αργόσυρτη φωνή της ψιθύριζε στο αφτί του θεατή της «γιατί όχι;» και άλλαζε δρόμο. Για να γίνει μια ποπ αθυρόστομη βασίλισσα, που έπεισε δύο γενιές κοριτσιών και νέων γυναικών, όπως και τους αναρίθμητους ομοφυλόφιλους οπαδούς της να είναι πιο τολμηροί, δυναμικοί και απενοχοποιημένοι.

Στο πέρασμα αυτών των δεκαετιών που ο προηγούμενος αιώνας άφησε πίσω του τις σκιές του AIDS και ο 21ος υποδέχθηκε τη βασιλεία των στίχων της ραπ, μαζί με το αίτημα της διαφορετικότητας, της queer αισθητικής και της γυναικείας δύναμης, κάθε νέα ιδέα στη βιομηχανία της ψυχαγωγίας συνοδεύεται ακόμη από το ειρωνικό ερώτημα «Τι θα έκανε η Μαντόνα;» προκειμένου οι συντελεστές δημιουργοί να προχωρήσουν στην πράξη. Αφού ό,τι έκανε εκείνη ήταν πάντα  υπερβολικό, πολυσυζητημένο, ευπώλητο, συναρπαστικό. Γι’ αυτό και οι φθονεροί  ανταγωνιστές της την έκριναν με ζοφερές εκφράσεις μιλώντας για μια αδίστακτη πόρνη, χρήστρια ουσιών, νάρκισσο, βαμπίρ ταλέντων.

Το 2001 η Μαντόνα τα θέλει όλα. Στα 43 της χρόνια θέλει – και καταφέρνει – να μοιράζεται δισκογραφικά τις πρώτες θέσεις εμπορικότητας μαζί με νεανικά είδωλα που θα μπορούσαν να είναι κόρες της. Παντρεμένη με τον σκωτσέζο σκηνοθέτη Γκάι Ρίτσι, μητέρα της Λούρδης και του Ρόκο, μετακομίζει στην αγγλική εξοχή επειδή θέλει να έχει οικογένεια και ισορροπημένη ζωή. Εξακολουθεί όμως να δοκιμάζει τον εαυτό της σε νέες καλλιτεχνικές εμπειρίες. Και βέβαια δεν θέλει με τίποτα το κοινό της να τη βαρεθεί. Η Αμερικανίδα Μαντόνα γίνεται Λονδρέζα Ματζ  – όπως την αποκαλούν τα αγγλικά ταμπλόιντ. Αλλωστε σε κάθε κίνησή της που θα πλήγωνε ακόμα και τους πιο σκληροπυρηνικούς θαυμαστές της, υπήρχε πάντα  ένα αντίδοτο: το προκλητικό βιβλίο «SEX» με τις φωτογραφικές φαντασιώσεις της του 1992 ακολούθησε η μετάνοια της Μαντόνα με την κινηματογραφική «Εβίτα» του 1996.

Στο θεατρικό της ντεμπούτο «Up for Grabs» το 2000 στο Λονδίνο, με σκηνοθέτη τον σύζυγό της, προσπαθεί να κατακτήσει το απαιτητικό κοινό του Γουεστ Εντ αλλά και να αποδείξει ότι γάμος και μπίζνες μεταξύ φιλόδοξων συντρόφων δεν είναι αντιφατική συνθήκη. «Ο Γκάι πράγματι είναι φαλλοκράτης κι εγώ πολύ σκληρή. Συχνά καταλήγουμε σε βίαιες εκρήξεις, όχι σωματικές, αλλά διανοητικές και συναισθηματικές. Βέβαια υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια – ότι με έλκουν οι άνδρες που με αντέχουν. Τώρα πια με έλκει μόνο αυτός ο άνδρας» δηλώνει εκείνη στην κοινή τους συνέντευξη Τύπου. Οκτώ χρόνια αργότερα η ίδια μιλά ανοιχτά για τον χωρισμό τους. Ενώ δέχτηκε επιθέσεις υποκρισίας για την απόφασή της να υιοθετήσει – με όλες τις νόμιμες διαδικασίες – τέσσερα παιδιά από την αφρικανική χώρα Μαλάουι. Για άλλη μια φορά η Μαντόνα ήθελε να προσδιορίσει το πνεύμα των καιρών και όχι απλά να ακολουθήσει το ρεύμα.

Στο μεταξύ οι παγκόσμιες περιοδείες της συνεχίστηκαν, το 2008 την αποθέωσαν και στο Ολυμπιακό Στάδιο της Καλογρέζας οι δεκάδες χιλιάδες θαυμαστές της. Ενώ οι ταγμένοι αντίπαλοί της βρήκαν ευαίσθητο σημείο της κριτικής τους την εικόνα μιας πενηντάχρονης υπερστάρ που εξακολουθεί να μεταμορφώνεται επιδεικνύοντας το σώμα της, γυμνασμένο και άφθαρτο, μέσα από χαμαιλεοντικές στυλιστικές υπερπαραγωγές.

Η τελευταία επιζήσασα

Σήμερα 16 Αυγούστου 2018, ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα της Μαντόνα είναι η επιβίωσή της. Είναι εκείνη που διήνυσε την εποχή των σουπερστάρ Μάικλ Τζάκσον, Γουίτνεϊ Χιούστον, Prince, παραμένοντας η τελευταία επιζήσασα που στέκεται όρθια ενώπιόν μας. Ως ζωντανή απόδειξη ότι στον κόσμο της μουσικής και του θεάματος το να μεγαλώνεις δεν σημαίνει μόνο ότι είσαι ένας από τους Rolling Stones. Μπορεί να είσαι μια άγρια θηλυκή ενέργεια.

Τα μαθήματά της άλλωστε παρακολούθησαν η Μπρίτνεϊ Σπίαρς και η Κριστίνα Αγκιλέρα. Αλλά και η Lady Gaga, η οποία σαν να μην έφυγε ποτέ από την τάξη της δασκάλας της. Το επίτευγμα αυτό δεν χρειάστηκε να το κάνει με ατελείωτα comeback και ίχνη νοσταλγίας. Σίγουρα θα ήταν άστοχο να μην ερμηνεύει τραγούδια από το εκτεταμένο ρεπερτόριο των επιτυχιών της, αλλά η Μαντόνα ήταν πραγματικά δραστήρια και δημιουργική σε όλη της τη διαδρομή, πάντα με ένα νέο έργο στον ορίζοντα. Γι’ αυτό μόνο «χαρούμενα γενέθλια» της αξίζουν. Εχει τραγουδήσει, χορέψει, δράσει, προκαλέσει, φτάσει στα άκρα. Αλλά έχει κρατήσει την αίσθηση του χιούμορ ακόμα και όταν δεχόταν σεξιστικά πικρόχολα σχόλια. Η Μαντόνα των 60 ετών είναι μια καλλιτέχνις που δεν μπορεί να επιστρέψει γιατί δεν έφυγε ποτέ.