Δεν είμαστε οι μόνοι που το έχουμε παρατηρήσει, αν κρίνει κανείς ότι συνιστά θέμα ευρύτερου σχολιασμού στις συζητήσεις, για τη σοβαρότητα και την περίσκεψη που αναγνωρίζεις σε όλα τα πρόσωπα των ανθρώπων τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου, ή για μια σιωπή που πλανάται σε ολόκληρη την πόλη, ανεξαρτήτως ώρας, ή αν πρόκειται για μέρα ή για νύχτα. Δεν είναι μια κακότροπη διάθεση όσων δεν έχουν φύγει και δεν πρόκειται να φύγουν για διακοπές έστω λίγων ημερών, είναι κάτι πολύ περισσότερο. Σαν να έχουμε συνεννοηθεί μεταξύ μας όλοι μας, ακόμη και αυτοί που λείπουν, με έναν τρόπο μυστικό, χωρίς καμιά ρητή συμφωνία ανάμεσά μας, για το πόσο ο χρόνος που πέρασε ή ο επερχόμενος χειμώνας υπήρξε και είναι για τη ζωή μας κάτι μοναδικό και αναντικατάστατο και χρειαζόμαστε μια διαφορετικού είδους περισυλλογή προκειμένου να νιώσουμε, ή να βιώσουμε ώς τα κατάβαθά μας, μια αλήθεια που όλο τον υπόλοιπο χρόνο κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να την ξεχνάμε. Η «σιωπή» τις μέρες του Δεκαπενταύγουστου είναι ακριβώς το αποκορύφωμα αυτής της ανάγκης που έχουμε όλοι μας να είμαστε σε επαφή με τον εαυτό μας και η βεβαιότητα που αποκτούμε, όταν υπάρξει η επαφή αυτή, πως δεν είναι και τόσο οδυνηρό όπως φανταζόμασταν ότι θα είναι σε περίπτωση που ερχόμασταν ενώπιος ενωπίω. Νιώθουμε ξαφνικά όλοι μας να ξεμουδιάζουμε μέσα σε μια απρόβλεπτη αλήθεια, κυρίως όμως μέσα στην τόση σιωπή των ημερών του Δεκαπενταύγουστου να συμφιλιωνόμαστε με την ιδέα πως αν αυτή η σιωπή συνέβαινε να παραταθεί, αν και αισθανόμαστε τον εαυτό μας τόσο απαραίτητο για τους άλλους ή για τα ίδια τα πράγματα της ζωής, δεν θα σήμαινε το τέλος του κόσμου. Αλλά θα ολοκληρωνόμασταν μέσα σε μια άλλου είδους ομορφιά.
Η σιωπή των ημερών του Δεκαπενταύγουστου και η περίσκεψη και σοβαρότητα στα πρόσωπα των ανθρώπων είναι κάτι πολύ σημαντικό για να χαρίζεται στους πολιτικούς, αν σκεφτεί κανείς πως οι ίδιοι αισθάνονται με τον παροπλισμό τους ο μήνας αυτός να μεταβάλλεται σε έναν σχεδόν ανύπαρκτο μήνα ή προορισμένο μόνο για τα μπάνια του λαού.