Είναι πλέον έντονα ορατή στην κοινωνία μια αντιΣΥΡΙΖΑ τάση, η οποία, προς το παρόν, δεν εκφράζεται με διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις, αλλά εμφανίζεται και καταγράφεται στις παρέες, στις συζητήσεις, στα κοινωνικά δίκτυα, παντού όπου εργάζονται, κινούνται και διαλέγονται οι πολίτες. Η τάση αυτή εκφράζεται είτε με την προστακτική «φύγετε» είτε με την ευχή «να φύγουν».
Οι λόγοι όμως που εκφέρονται στα πλαίσια αυτών των εγκλήσεων, δεν είναι ενιαίοι, ούτε πολιτικά και ιδεολογικά ταυτόσημοι. Εκφέρονται λόγοι αντιδραστικοί και ακροδεξιοί, εμφυλιοπολεμικής κοπής μάλιστα, λόγοι φιλελεύθεροι, λόγοι ακόμα αριστεροί και ακροαριστεροί. Την ίδια ευρύτατη γκάμα πολιτικών και ιδεολογικών πεποιθήσεων έχουν και οι πολίτες που στοιχίζονται στο σύνθημα και στην απαίτηση «φύγετε!».
Οι κυβερνητικοί και κομματικοί μηχανισμοί του ΣΥΡΙΖΑ, δυσανεκτικοί πάντα απέναντι στην κριτική, αντι να προσπαθήσουν να κατανοήσουν και να ερμηνεύσουν την πάνδημη αυτή διαμαρτυρία εναντίον τους, καταφεύγουν στις σκοτεινές παραδόσεις της σοβιετικού τύπου Αριστεράς: στη συνωμοσιολογία και στην επιθετική καταγγελία. Για τη διαφαινόμενη κατακραυγή εναντίον τους φταίνε η διαπλοκή, τα συμφέροντα, τα συστημικά ΜΜΕ, η μονταζιέρα της ακροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας. Φταίνε όλοι οι σκοτεινοί και ύποπτοι άλλοι εκτός από τους εαυτούς τους. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, για μιαν ακόμα φορά, αδυνατούν ή δεν θέλουν να αναλύσουν ορθολογικά την παρούσα συγκεκριμένη κατάσταση. Για παράδειγμα, η υπαρκτή επανεμφάνιση και νομιμοποίηση ενός αντιδραστικού εμφυλιοπολεμικού αντικομμουνισμού δεν είναι προϊόν κάποιου συνωμοτικού σχεδίου, αλλά αποτέλεσμα της κατεδαφιστικής καταγγελίας και απαξίωσης και από τον ΣΥΡΙΖΑ της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, με ένα σχεδόν ακροδεξιό λεξιλόγιο. Ετσι, η περιθωριοποιημένη κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο Ακροδεξιά επιστρέφει δικαιωμένη, αφού τα αντικοινοβουλευτικά της επιχειρήματα έγιναν ο κυρίαρχος μαζικός πολιτικός λόγος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμα, ηθελημένα ή λόγω αδυναμίας, αρνείται να δει κριτικά και τον δικό του πολιτικό λόγο με τον οποίο επένδυε παλιότερα την αντιπολιτευτική του συμπεριφορά και επενδύει τη μέχρι τώρα τρομακτικά αποτυχημένη κυβερνητική του διαχείριση. Η ρητορική του ήταν και εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα επιθετική και οξύτατη, υβριστική και βίαιη. Μάλιστα, με την ίδια επιθετική ρητορική υπερασπίζεται τώρα τα όσα πράττει και τα οποία είναι ακριβώς τα ίδια με όσα κατήγγειλε ως αντιπολίτευση με την ίδια οξύτητα. Ακόμα και τώρα αρνείται να αναστοχαστεί κριτικά τη ζημιά που επέφερε στην εγχώρια πολιτική διαπάλη με την εισαγωγή του ερμηνευτικού σχήματος του Καρλ Σμιτ εχθρός /φίλος και έτσι την άρνηση της οπτικής του άλλου ως απλά πολιτικά αντιπάλου. Στο ερμηνευτικό αυτό πλαίσιο εξύβρισε, λοιδόρησε, συκοφάντησε, ανέχτηκε τη λεκτική και τη σωματική βία.
Ολα αυτά δημιούργησαν ένα βαθύτατο πολιτικό και ιδεολογικό ρήγμα στο κοινωνικό σώμα, το οποίο, σημειωτέον, επικουρείται και από την καταστροφική, σε όλα τα επίπεδα, κυβερνητική πολιτική. Είναι δε μάταιες και κουτοπόνηρες οι επικλήσεις διαφόρων δημοσιολογούντων, φίλα προσκείμενων στην κυβέρνηση, στην αναγκαιότητα ενός δημοκρατικού μετώπου, αφού η κριτική τους εξαντλείται στην αντιπολίτευση και δεν αναφέρουν τίποτα το επικριτικό για την πρακτική και τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ. Η διόγκωση του ρεύματος του «φύγετε» προφανώς ευνοεί πολιτικά τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Πρέπει όμως και η οργανωμένη έκφραση της εγχώριας Κεντροαριστεράς να προβάλει μαχητικά και συγκροτημένα τον δικό της διακριτό, σύγχρονο και νεωτερικό της λόγο, γιατί το «φύγετε» μπορεί να εκφράζει την απαίτηση της συγκυρίας, αλλά δεν συνιστά, επ’ ουδενί, πολιτικό πρόγραμμα.
Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός – κριτικός βιβλίου