Οι αγορές δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι ενδεχόμενη υποχώρηση της κυβέρνησης από τις δεσμεύσεις της, ενώ η αντιπαράθεση με τους δανειστές και η ασθενής οικονομική ανάπτυξη θα μπορούσαν να οδηγήσουν την Ελλάδα σε νέα κρίση και σε ένα τέταρτο Μνημόνιο, προειδοποιεί με συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο επικεφαλής οικονομολόγος του ινστιτούτου Bruegel Zoλτ Ντάρβας. Επισημαίνει ότι «το κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα είναι εγχώριο», καθώς – όπως αναφέρει – διαφαίνεται ο κίνδυνος σε λίγα χρόνια από σήμερα η κρίση του δημόσιου χρέους να επιστρέψει εξαιτίας εθνικών λόγων. O Zoλτ Ντάρβας θεωρεί μάλλον απίθανη τη βιώσιμη πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές στο άμεσο μέλλον και πιστεύει πως η ελάφρυνση του χρέους που αποφασίστηκε για την Ελλάδα δεν λύνει το πρόβλημα της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της, με αποτέλεσμα προβλήματα να επανεμφανισθούν σε 3-5 χρόνια από σήμερα.
Μετά την έξοδο από το τρίτο Μνημόνιο θα μπορεί η Ελλάδα να εξυπηρετεί τις χρηματοδοτικές της ανάγκες από τις αγορές με βιώσιμο τρόπο; Οι αγορές εμπιστεύονται πλέον την Ελλάδα;
Στο άμεσο μέλλον δεν θα περίμενα προβλήματα δημόσιου χρέους, αλλά θεωρώ μάλλον απίθανο να επιτευχθεί βιώσιμη πρόσβαση στις αγορές. Αναμένω ότι τα προβλήματα θα εμφανισθούν σε περίπου 3-5 χρόνια από τώρα, διότι η ελάφρυνση του χρέους που παρέχεται στην Ελλάδα δεν λύνει, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της. Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα ενδέχεται να επιβραδυνθεί σε μερικά χρόνια, γεγονός που θα προκαλέσει προβλήματα στο έλλειμμα του προϋπολογισμού και αυτό θα μπορούσε να κάνει τις αγορές νευρικές. Παρ’ όλο που οι λήξεις ορισμένων ευρωπαϊκών δανείων έχουν επεκταθεί, μεγάλα ποσά δανείων προς το ΔΝΤ, την ΕΚΤ και τους ευρωπαίους εταίρους στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος διάσωσης θα ωριμάσουν τα επόμενα χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να δανείζεται σημαντικά ποσά για την εξυπηρέτησή τους. Επιπλέον, παρ’ όλο που η Ελλάδα με βάση τις αποφάσεις που ελήφθησαν στο Eurogroup θα πρέπει να υλοποιήσει μια σειρά από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δεσμεύσεις για το δημοσιονομικό έλλειμμα, έχουμε ήδη δει σημάδια ότι η κυβέρνηση θα ήθελε να αποδυναμώσει κάποιες από αυτές τις υποχρεώσεις της. Οι επενδυτές πιθανότατα δεν θα έβλεπαν με καλό μάτι το ενδεχόμενο η Ελλάδα να μην τηρήσει τις δεσμεύσεις της μετά το τέλος του προγράμματος, κάτι που θα έφερνε τη χώρα και σε αντιπαράθεση με τους εταίρους της στην ευρωζώνη. Η αντιπαράθεση αυτή, παράλληλα με την ασθενέστερη οικονομική ανάπτυξη, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα κρίση, αναγκάζοντας την Ελλάδα να ζητήσει ένα νέο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας.
Τι σηματοδοτούν για την Ελλάδα οι πιέσεις στα ιταλικά ομόλογα;
Οι πιέσεις των αγορών στα ιταλικά ομόλογα έχουν ορισμένες δυσμενείς επιπτώσεις σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης και έτσι στην περίπτωση κρίσης στην Ιταλία, τα επιτόκια άλλων χωρών της Νότιας Ευρώπης πιθανότατα θα αυξηθούν. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι μια ιταλική κρίση θα ήταν καθοριστική για την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Το ανανεωμένο θεσμικό πλαίσιο της ευρωζώνης, και ιδίως η τραπεζική ένωση, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και η αυξημένη προσοχή στη μακροοικονομική εποπτεία περιορίζουν τη μετάδοση διασυνοριακών επιπτώσεων από μία κρίση. Το κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα είναι εγχώριο και, όπως υποστήριξα παραπάνω, βλέπω τον κίνδυνο ότι σε λίγα χρόνια από τώρα η κρίση του δημόσιου χρέους θα μπορούσε να επιστρέψει εξαιτίας εθνικών λόγων.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα εισέρχεται σε μια προεκλογική περίοδο, πώς θα αντιδρούσαν οι ξένοι επενδυτές και διαχειριστές κεφαλαίων στην πιθανότητα αναστροφής ψηφισμένων μέτρων, όπως είναι οι περικοπές των συντάξεων το 2019;
Η αναστροφή της εφαρμογής ήδη ψηφισμένων μέτρων θα υπονόμευε την εμπιστοσύνη και θα προκαλούσε αντιπαράθεση μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ευρωπαίων εταίρων της. Ορισμένα στοιχεία της ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν από το Eurogroup εξαρτώνται από την τήρηση των δεσμεύσεων μετά το πρόγραμμα. Αυτά είναι η επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ στην Ελλάδα και η κατάργηση της ποινής αύξησης του επιτοκίου για ορισμένα δάνεια. Ανάλογα με το μέγεθος της υποχώρησης από τα συμφωνηθέντα μέτρα, το Eurogroup θα μπορούσε να αρνηθεί αυτές τις ενισχύσεις, πράγμα το οποίο θα κοστίσει στην Ελλάδα μερικά δισεκατομμύρια ευρώ, και – ίσως το σημαντικότερο – θα οδηγούσε σε περαιτέρω αυξήσεις στο κόστος δανεισμού. Βεβαίως, το Eurogroup έχει συμφέρον να κηρύξει επιτυχημένο το ελληνικό πρόγραμμα, οπότε αναμένω ότι δεν θα εξαντλήσει την αυστηρότητά του και θα αποσύρει τη στήριξή του μόνο σε περίπτωση πολύ μεγάλης απόκλισης.
Η παρατεταμένη προεκλογική περίοδος στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα θα μπορούσε να επιδράσει στη συμπεριφορά των αγορών; Και αν ναι, πώς;
Ανησυχώ λιγότερο για την προεκλογική περίοδο και για τις εκλογές αυτές καθαυτές. Πολύ σημαντικότερο είναι αν η ελληνική κυβέρνηση (τόσο η τρέχουσα όσο και η επόμενη κυβέρνηση) θα καλύψει τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί για την περίοδο μετά το πρόγραμμα. Ολα τα μεγάλα ελληνικά πολιτικά κόμματα πραγματοποίησαν ένα σημαντικό πρόγραμμα δημοσιονομικής και μακροοικονομικής προσαρμογής τα τελευταία χρόνια, οπότε όλοι αναγνώρισαν την αναγκαιότητα μιας τέτοιας προσαρμογής. Επομένως, όλα τα μεγάλα κόμματα έχουν τη δυνατότητα να συνεχίσουν να ανταποκρίνονται στους όρους και τις συνθήκες της μεταμνημονιακής περιόδου, αλλά η πολιτική είναι λιγότερο προβλέψιμη. Οποιο κόμμα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση, μπορεί να αποφασίσει να υποχωρήσει από τα συμφωνηθέντα, πράγμα που θα είχε σοβαρές συνέπειες όπως υποστήριξα προηγουμένως.