«Με τις πρώτες βροχές η Κινέτα κινδυνεύει να μετατραπεί σε μια δεύτερη Μάνδρα αν δεν προχωρήσουν γρήγορα τα αντιπλημμυρικά έργα». Αυτό υποστηρίζουν μιλώντας στα «NEA» ο δήμαρχος Μεγαρέων Γρηγόρης Σταμούλης και ειδικοί επιστήμονες. Και το γεγονός ότι λίγες μέρες μετά την καταστρεπτική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου τα ορμητικά νερά από το ρέμα της Πίκας στην Κινέτα παραλίγο να πνίξουν την περιοχή, δεν είναι καλός οιωνός γι’ αυτά που θα ακολουθήσουν τον χειμώνα. «Λίγο περισσότερο να κρατούσε η βροχή, το ρέμα θα ξεχείλιζε και ο οικισμός θα πνιγόταν στις λάσπες» λένε δασολόγοι.
Η Κινέτα είναι χτισμένη στους πρόποδες των Γερανείων από τη μεριά του βουνού όπου η φωτιά αποτέφρωσε (σύμφωνα με τα στοιχεία που έγιναν έως τώρα γνωστά) 53.157 στρέμματα δάσους και δασικών εκτάσεων – αλλά και 2.976 στρέμματα οικιστικών περιοχών καίγοντας 265 σπίτια (χαρακτηρίστηκαν κόκκινα) και προκαλώντας σημαντικές ζημιές σε άλλα 120 (κρίθηκαν κίτρινα).
Πλέον δεν υπάρχει η απαιτούμενη βλάστηση (και το ριζικό σύστημα των δένδρων) για να συγκρατηθούν τα χώματα και να απορροφηθούν τα νερά. Ο κίνδυνος γίνεται ακόμη μεγαλύτερος από τις απότομες κλίσεις του εδάφους και τον μεγάλο αριθμό ρεμάτων (πάνω από 100) που υπάρχουν στην περιοχή, πολλά από τα οποία είναι μπαζωμένα (ειδικά στις εκβολές τους) και χτισμένα.
«Η φωτιά κατέστρεψε την περιοχή. Τώρα πρέπει να επουλώσουμε τις πληγές και να θωρακίσουμε την Κινέτα απέναντι στον κίνδυνο των πλημμυρών» επισημαίνει μεταξύ άλλων ο δήμαρχος Μεγαρέων Γρηγόρης Σταμούλης. «Στη συνάντηση που έγινε τη Δευτέρα 6 Αυγούστου με τον αναπληρωτή υπουργό Περιβάλλοντος Σωκράτη Φάμελλο και υπηρεσιακούς παράγοντες μας διαβεβαίωσαν πως πριν από τον χειμώνα θα έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες μελέτες και θα έχουν τελειώσει τα απαραίτητα αντιδιαβρωτικά έργα».
Ελάχιστη αντίσταση. «Το καταστροφικό πέρασμα της φωτιάς από την Κινέτα δεν άφησε μόνο καμένη γη, αλλά καιμια τεράστια έκταση πάνω στην οποία τα νερά των βροχών που θα πέσουν θα βρουν ελάχιστη αντίσταση και εμπόδια στην καθοδική πορεία τους» υποστηρίζει ο αγρονόμος – τοπογράφος μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Δημήτρης Θεοδοσόπουλος (ερευνητική ομάδα Γεωμυθική).
«Και αυτό διότι δεν υπάρχει πλέον η απαραίτητη βλάστηση με τα δένδρα, τα οποία με το ριζικό τους σύστημα λειτουργούν ως φυσικοί συγκρατητές του βρόχινου νερού, μειώνοντας έτσι την ποσότητα που καταλήγει εντός των ρεμάτων και ενεργώντας αναμφίβολα ως η καλύτερη αντιπλημμυρική λειτουργία».
Σύμφωνα με ειδικούς, ρέματα που προέρχονται από γυμνές από βλάστηση υδρολογικές λεκάνες στο ορεινό τμήμα τους και τα οποία στη διαδρομή τους διέρχονται από έντονα δομημένους αστικούς χώρους, όπου δεν υφίσταται καμία προσρόφηση του νερού, γίνονται στις πλημμυρικές συνθήκες θανατηφόρα. Και η Αττική, όπως λένε, έχει αυτό το θλιβερό προνόμιο σχεδόν σε ετήσια βάση.
 
Πάνω από εκατό. Η ευρύτερη περιοχή της Κινέτας, που περιλαμβάνει τις ανατολικές και νοτιοανατολικές πλαγιές των Γερανείων, αριθμεί πάνω από 100 μικρά και μεγάλα ρέματα, τα οποία καταλήγουν σε 3-4 κύριους κλάδους που εκβάλλουν στη θάλασσα.
Τα δύο κυριότερα δίκτυα – και τα πιο επικίνδυνα – είναι της Πίκας στα νοτιοδυτικά και της Αμυγδαλιάς στο βορειοανατολικά. Οι εκβολές και των δύο ρεμάτων υφίστανται πιέσεις και επεμβάσεις που έχουν αλλοιώσει σημαντικά τη φυσική τους λειτουργία και έχουν αυξήσει παράλληλα τον πλημμυρικό κίνδυνο, όπως συνέβη με την τελευταία νεροποντή στο ρέμα της Πίκας.
Σημειώνεται ότι «η μεγαλύτερη καταστροφή έγινε στην υδρολογική λεκάνη του ρέματος της Πίκας, γεγονός που αφενός αυξάνει σημαντικά τον πλημμυρικό κίνδυνο στα κατάντι του ρέματος (σ.σ.: το πεδινό τμήμα του που καταλήγει στη θάλασσα), δηλαδή στην Κινέτα και αφετέρου απαιτεί να γίνουν άμεσες επεμβάσεις στα ορεινά τμήματα του συγκεκριμένου ρέματος».
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Τομέας Γεωγραφίας και Περιφερειακού Σχεδιασμού Κώστα Κασσιό και τον Δημήτρη Θεοδοσόπουλο, σε περιοχές όπως – Κινέτα, η Μάνδρα και το Μάτι ο κίνδυνος των πλημμυρών είναι πλέον πολύ έντονος, εξαιτίας των ανορθολογικών επεμβάσεων στον χώρο. Ποιες είναι αυτές;
– Οι μορφολογικές αλλοιώσεις και η μείωση του εύρους της κοίτης υπό οικιστικές, εμπορικές και βιομηχανικές πιέσεις, είτε νόμιμες, είτε παράνομες, είτε γκρίζες.
– Η διακοπή της συνέχειας των ρεμάτων λόγω κατάληψης της κοίτης και αυθαιρεσιών.
– Η τσιμεντοποίηση και οι διευθετήσεις με δραστικές αλλαγές της φυσικής κοίτης.
– Η κάλυψη της κοίτης των ρεμάτων που περνούν μέσα από αστικούς ιστούς (εξυπηρέτηση κυκλοφορίας κι άλλες χρήσεις).
– Η αποψίλωση της λεκάνης απορροής από φυσική βλάστηση εξαιτίας πυρκαγιών.
– Η μη ολιστική αντιμετώπιση του ρέματος ως ενιαίου οικοσυστήματος και ένταξή του στο γενικό χωροταξικό και πολεοδομικό σχέδιο, το οποίο πρέπει να έχουν όλες οι περιοχές, ιδιαίτερα αυτές που έχουν αυξημένη πλημμυρική πιθανότητα, όπως είναι η Κινέτα, το Μάτι και η Μάνδρα Αττικής.
– Οι τμηματικές οριοθετήσεις που έχουν ως βάση μικροσυμφέροντα.
Πάνω από 3.000 χείμαρροι. Σύμφωνα με δασολόγους, στη χώρα μας υπάρχει έντονο το χειμαρρικό φαινόμενο (περισσότεροι από 3.000 είναι οι ενεργοί χείμαρροι). Η κατάσταση επιδεινώνεται κάθε χρόνο με τις εκτεταμένες δασικές πυρκαγιές. Οπως λένε, μόνο οι εκτεταμένες προστατευτικές αναδασώσεις μπορούν να αναστείλουν τη διαβρωτική δράση αυτών των χειμάρρων. Σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν οι Κώστας Κασσιός και Δημήτρης Θεοδοσόπουλος, «στη λεκάνη απορροής των χειμάρρων θα πρέπει να επικεντρώνεται η προσοχή για την αποφυγή των πλημμυρών. Με μελετημένα από δασολόγους προγράμματα αναδασώσεων, έργων διευθέτησης χειμάρρων ορεινής υδρονομικής. Επιπλέον, απαιτείται απόσβεση με ποικίλα φράγματα των χειμάρρων και ελάττωση της κλίσης αντισταθμίσεως με σταθεροποίηση των πρανών με τεχνικά έργα και φυτεύσεις. Μπορούμε έτσι να ελπίζουμε ότι θα περιορίσουμε τα πλημμυρικά φαινόμενα».
Το σβήσιμο της φωτιάς δεν σημαίνει και τέλος των προβλημάτων
«Το καθάρισμα από μπάζα των ρεμάτων ή ο εγκιβωτισμός τους ή η κάλυψη των ρεμάτων, συνιστούν απλά επουλωτικές και συχνά επικίνδυνες παρεμβάσεις» επισημαίνουν χαρακτηριστικά οι δύο ειδικοί. «Η θεραπεία από τις πλημμύρες βρίσκεται μόνο στην αποκατάσταση με επιστημονικό, επαγγελματικό τρόπο των λεκανών απορροής των ρεμάτων, χειμάρρων και ποταμών».

Στα Γεράνεια, σύμφωνα με τους ειδικούς, υπάρχουν αυτή τη στιγμή πάνω από 50 χιλιάδες κυβικά μέτρα βιομηχανικής ξυλείας (κορμοί δένδρων κ.ά.) που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα αντιδιαβρωτικά έργα (κορμοδέματα και κορμοφράγματα). Από αυτά, περίπου επτά χιλιάδες κυβικά μέτρα ξύλου μπορεί να χρειαστούν για τα έργα.

Οι ειδικοί συγκλίνουν στο συμπέρασμα πως το σβήσιμο μιας φωτιάς δεν σημαίνει και το τέλος των προβλημάτων για τις περιοχές που επλήγησαν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Ηλείας μετά τις καταστρεπτικές πυρκαγιές του 2007, όπου παρά τα σημαντικά αντιδιαβρωτικά έργα που έγιναν, σε διάστημα 10 ετών οι πλημμύρες έχουν τριπλασιαστεί και οι κατολισθήσεις έχουν πενταπλασιαστεί, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου Αθηνών (Μ. Διακάκης, Ε.Ι. Νικολόπουλος, Σ. Μαυρούλης, Ε. Βασιλάκης, Ε. Κορακάκη).

Η επόμενη μέρα των πυρκαγιών συνοδεύεται από κατολισθήσεις, υφαλμύρωση των νερών και ερημοποίηση. Οι επιπτώσεις μπορεί να διαρκέσουν ακόμη και μια δεκαετία. Και αυτός είναι ο λόγος που οι ειδικοί τρέμουν τις πλημμύρες στην Κινέτα και στις άλλες πληγείσες περιοχές. «Το μεγάλο στοίχημα πλέον είναι να γίνουν όλα τα έργα πριν αρχίσουν οι βροχές» επισημαίνει ο καθηγητής Διαχείρισης Καταστροφών στο ΕΚΠΑ Ευθύμης Λέκκας.

Οδηγός διαχείρισης αποβλήτων στους δήμους
Οδηγός για τη διαχείριση των αποβλήτων εκ μέρους των ΟΤΑ απεστάλη στους δήμους των πυρόπληκτων περιοχών της Αττικής από το υπουργείο Περιβάλλοντος. Στον οδηγό υπάρχουν, μεταξύ άλλων, και κατευθύνσεις για την προστασία από αμιαντούχα υλικά.

Σημειώνεται ότι από το 2005 έχει απαγορευτεί η χρήση προϊόντων που περιέχουν ίνες αμιάντου, ωστόσο ο αμίαντος εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένες παλιές κατασκευές.

Στον οδηγό υπάρχει πρόβλεψη για όλες τις κατηγορίες αποβλήτων, καμένων ή μη, (οικοδομικά, κλαδέματα, βλάστηση και ξυλεία, δασική και μη, ηλεκτρικές – ηλεκτρονικές συσκευές, λαμπτήρες, ογκώδη απόβλητα οικιακού εξοπλισμού) και δίνονται συγκεκριμένες κατευθύνσεις.

Οι επαγγελματίες και οι πολίτες των περιοχών αυτών θα μπορούν εναποθέτουν τα απόβλητα στον ειδικό εξοπλισμό που θα τοποθετηθεί, ενώ υπάρχει ειδική μέριμνα για τα κατεστραμμένα αυτοκίνητα.

Την ίδια ώρα, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας υπογραμμίζει «την αδήριτη ύπαρξη ριζικών αλλαγών στον σχεδιασμό και την εφαρμογή της εθνικής πολιτικής για την πρόληψη και την καταστολή των δασικών πυρκαγιών».