Οταν, στο καφενείο όπου περνούσε τις ώρες της σχόλης του, ανακοίνωσε ότι θα παντρευόταν, η τσακαλοπαρέα – τύποι σαν και τον ίδιον, μάστορες και μικρέμποροι, οικογενειάρχες και μπεκιάρηδες, άπαντες περασμένης εσοδείας – η τσακαλοπαρέα του άρχισε τα πειράγματα.
«Καψουρεύτηκες στα στερνά, μπαρμπα-Σήφη;», «Σε έπιασαν όψιμες φουσκοδεντριές;», «Μην τον παρεξηγείτε», είπε ο καφετζής. «Καμιά συνομήλική μας, καμιά χήρα θα βρήκε, θα τη στεφανωθεί για να τον γηροκομήσει…». Ο Ιωσήφ έσκυψε το κεφάλι, χαμήλωσε τη φωνή, «η Μαρία είναι πολύ μικρή» τούς πληροφόρησε «καλά καλά δεν έχει κλείσει τα δεκαπέντε…».
Η αθώα καζούρα έγινε ακαριαία – όπως το ‘χε προβλέψει – ηθική κατακραυγή. Γιούχα σωστό. Τι γερομπισμπίκη τον είπαν, τι πόρνο, τι ραμολιμέντο…
Τζάμπα τους διευκρίνισε, μάταια τους ορκίστηκε πως απέναντι στο κορίτσι δεν είχε ερωτικές βλέψεις. Να το γλιτώσει ήθελε από το ορφανοτροφείο όπου έπεφτε μέρα – νύχτα βούρδουλας, αγγαρεία και νηστεία, να το ελευθερώσει, να τού ανοίξει προοπτικές – πόσο θα ζούσε ο ίδιος; Η κληρονομιά του θα γινόταν προίκα για τον δεύτερο, για τον κανονικό της γάμο… Η ίδια η Μαρία τού το ‘χε ζητήσει με λυγμούς όταν του είχε φέρει τον δίσκο με το κέρασμα – επιδιόρθωνε εκείνος όπως όπως ένα σαπιοτράπεζο – όλα σχεδόν τα έπιπλα στο ευαγές εκείνο ίδρυμα είχαν το χάλι τους. «Βγάλτε με από εδώ μέσα και τι στον κόσμο!» είχε πέσει στα πόδια του. «Βγάλτε με και κάντε με σκλάβα σας ή πουλήστε με σκλάβα στο παζάρι!» Της σκούπισε τα μάτια, της το υποσχέθηκε.
Ζήτησε ακρόαση από τη διευθύντρια του ορφανοτροφείου. Εφριξε εκείνη δήθεν στην αρχή, μα αμέσως έπειτα ο Ιωσήφ κατάλαβε ότι αποτελούσε απλώς ζήτημα τιμής. «Δεν λέω, καλοστεκούμενος είσθε… Εφόσον τη νυμφευθείτε και κάνετε στο ίδρυμά μας μιαν αξιόλογη δωρεά… Γιατί όχι;».
Την αγόρασε σαν να λέμε και την παντρεύτηκε. Και την εγκατέστησε στο σπίτι του σε δικό της δωμάτιο, με κλειδαριά στην πόρτα για να αισθάνεται η Μαρία ασφαλής.
Οταν – λίγους μήνες αργότερα, ένα πρωί – τού ανακοίνωσε ευθαρσώς την γκαστριά της, ο μπαρμπα-Σήφης διαολίστηκε. «Εγώ τής έχω και του πουλιού το γάλα κι αυτή το σκάει απ’ το παράθυρο και νυχτοπερπατάει;» ξύπνησε προς στιγμήν μέσα του ο ανδρικός εγωισμός. Κρατήθηκε για να μην της αστράψει κανένα χαστούκι. Αρχισε να τού διηγείται η Μαρία το και το, ότι την είχε επισκεφθεί Αγγελος Κυρίου -στην ιστορία της έπαιζε κι ένας κρίνος -, ο Ιωσήφ τα άκουγε όλα βερεσέ. «Και πώς να μη νυχτοπερπατάει;» σκεφτόταν. «Νέα κοπέλα, στα ντουζένια της, πού να της βάλεις χαλινάρι…». «Είμαι παρθένα!» επέμενε η Μαρία. «Φέρτε μαμή να με εξετάσει!»
Καμιά μαμή δεν έφερε. Εφυγαν μόνο από τη Ναζαρέτ, επέστρεψαν στη Βηθλεέμ, στο χωριό του, εκεί κανένας δεν θα τον κορόιδευε. Οχι τουλάχιστον μπροστά στα μούτρα του…
Το αγοράκι, κατάξανθο και ροδοκόκκινο, δεν έμοιαζε ντιπ στη μάνα του. Κύριος οίδε ποιος το είχε σπείρει. Το αγκάλιασε με τα ρυτιδιασμένα χέρια του, το ξεσκάτισε, το ταχτάρισε. Το βρέφος χαμογέλασε. Τότε ένιωσε ο Ιωσήφ ότι μπορεί να μην ήταν σάρκα απ’ τη σάρκα του, θα γινόταν όμως παιδί της καρδιάς του. Με το αίμα της καρδιάς του θα το ανέτρεφε.
Γιορτάζονται τα Εισόδια της Θεοτόκου, η Κοίμηση της Παναγίας, τα Χριστούγεννα, η Επίσκεψη του Ιησού Δωδεκαετούς στον Ναό… Παντού ο Ιωσήφ εικονίζεται στην άκρη του κάδρου, σε ρόλο δεύτερο, αν όχι και κομπάρσος. Είναι ένα μισοφωτισμένο πρόσωπο, ο αφελής που δίδαξε στο αγόρι της τέχνη του – την τέχνη τού μαραγκού – ώστε να βγάζει το ψωμί του, αρνούμενος μέχρι το τέλος να πιστέψει ότι είχε στην αυλή του τον Μεσσία, τον αίροντα τις αμαρτίες του κόσμου. Ο Ιωσήφ τόσο πεισματικά ανθρώπινος, τόσο ανεπίδεκτος στο μεταφυσικό. Η καλοσύνη του Ιωσήφ, η οποία δεν έπεφτε από τον ουρανό μα ανέβρυζε από το χώμα. Απ’ τη χωμάτινη, φθαρτή, πρόσκαιρη ύπαρξή του.
Ανακηρύχθηκε ο Ιωσήφ ο Μνήστωρ – με κριτήρια συνδικαλιστικά περίπου – προστάτης άγιος των ξυλουργών. Κανονικά θα έπρεπε να τιμά και να τιμάται από όλους όσοι υιοθετούν παιδιά, ορφανεμένα, παρατημένα, διωγμένα παιδιά. Από όλους όσοι ξέρουν πως το «δικό μου» και το «ξένο» είναι λέξεις δίχως καμία απολύτως σημασία.