Την τετραετία 2019 – 2022 το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής προβλέπει πρόσθετα μέτρα συνολικού ύψους 5,118 δισ. ευρώ. Οι περικοπές στις συντάξεις φτάνουν τα 3 δισ. ευρώ, από τη μείωση του αφορολογήτου προβλέπονται εξοικονομήσεις της τάξεως των 2 δισ. ευρώ. Το Μνημόνιο θα έχει τελειώσει. Θα συνεχίσει όμως να δίνει το «παρών» στις ζωές εκατομμυρίων Ελλήνων για πολλά χρόνια.
Η κυβέρνηση έχει αρχίσει να καλλιεργεί το στόρι της επόμενης ημέρας, στο οποίο εμφανίζεται έτοιμη να ακυρώσει μέρος των δεσμεύσεων τις οποίες έχει προσυπογράψει. Οι αγορές καραδοκούν. Οι δανειστές θα τοποθετηθούν το φθινόπωρο όταν η μνημονιακή επιτήρηση θα δώσει τη θέση της στην ενισχυμένη μεταμνημονιακή εποπτεία. Εως το 2022, αξιολογήσεις και εκθέσεις κάθε τρίμηνο στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας ενώ στη συνέχεια, αν όλα πάνε σύμφωνα με τους σχεδιασμούς και δεν υπάρξουν ανατροπές, τη σκυτάλη της εποπτείας παίρνει ο ESM μέχρι την αποπληρωμή των 204 δισ. ευρώ που οφείλει το ελληνικό Δημόσιο, το 2060.
Στην παρούσα φάση, το μεγάλο πολιτικό διακύβευμα για την κυβέρνηση δεν είναι άλλο από τις προβλεπόμενες περικοπές στις συντάξεις. Εάν δεν υλοποιηθούν, ακυρώνονται και τα αντίμετρα, τα οποία επίσης προβλέπονται στο Μεσοπρόθεσμο και ανέρχονται σε 4 δισ. ευρώ, ή 1 δισ. ευρώ λιγότερα από τα μέτρα.
Εκτός από τα καυτά προνομοθετημένα μέτρα της περιόδου 2019-20, μέσω της τελευταίας επικαιροποίησης του Μνημονίου με την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης οι δανειστές φρόντισαν ώστε όσα δεν έγιναν στην ώρα τους να υλοποιηθούν έως το 2022. Το Μνημόνιο ζει καθώς προβλέπεται μεταξύ άλλων ότι:
– Το 2019 θα αυξηθούν εκ νέου οι αντικειμενικές αξίες ώστε να καλύψουν το 50% που τις χωρίζει με τις αγοραίες και το 2020 θα υπάρξει πλήρης εξίσωση.
– Το κονδύλι μισθών του Δημοσίου θα παραμείνει παγωμένο στα επίπεδα του 2018 έως και το 2022.
– Οι προσλήψεις συμβασιούχων στο Δημόσιο έως και το 2022 δεν θα αυξηθούν.
– Δεν θα γίνει καμία αύξηση δαπανών λόγω Οικιακού Κοινωνικού Τιμολογίου της ΔΕΗ έως το 2020.
– Το 2019 θα υλοποιηθούν αποκρατικοποιήσεις ύψους 1 δισ. ευρώ και έως τις 31 Δεκεμβρίου 2018 θα έχουν μπει μπουλντόζες στο Ελληνικό.
– Μόνιμοι διευθυντές στο Δημόσιο θα έχουν τοποθετηθεί έως τον ερχόμενο Οκτώβριο.
– Κτηματολόγιο και δασικοί χάρτες θα έχουν ολοκληρωθεί έως τις 30 Ιουνίου 2021.
Η πλέον αυστηρή δέσμευση των μεταμνημονιακών ετών όμως έχει σκληρά μνημονιακά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για τη δέσμευση επίτευξης πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ στη συνέχεια κάθε χρόνο έως το 2060. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αμφισβητεί ευθέως τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να παράγει για δεκαετίες τέτοιου μεγέθους πρωτογενή πλεονάσματα ενώ και η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εκφράσει ισχυρές επιφυλάξεις.
Διεθνείς οίκοι και αναλυτές στέκονται με μεγάλη επιφυλακτικότητα απέναντι στη σχετική δέσμευση επισημαίνοντας παράλληλα πως τα προβλήματα μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δεν έχουν επιλυθεί. Ολα αυτά αντικατοπτρίζονται στη στάση των επενδυτών απέναντι στα ελληνικά ομόλογα και εξηγούν σε μεγάλο βαθμό (και σε συνδυασμό με την αναταραχή στις διεθνείς αγορές) γιατί οι αποδόσεις των ελληνικών τίτλων δεν αποκλιμακώνονται και γιατί οι πόρτες των αγορών παραμένουν κλειστές.
Στενός κορσές. Στις 21 Αυγούστου η ελληνική οικονομία έρχεται αντιμέτωπη με νέα δεδομένα: ενεργοποιείται η ενισχυμένη μεταμνημονιακή εποπτεία, τα ελληνικά ομόλογα παύουν να γίνονται αποδεκτά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως ενέχυρο φθηνής ρευστότητας και η κάνουλα των χαμηλότοκων δανειακών κεφαλαίων από τον ESM κλείνει. Αν προκύψει νέα κρίση, το μοναδικό οχυρό είναι το μαξιλάρι διαθεσίμων των 24,1 δισ. ευρώ.
Η απόφαση για την ενισχυμένη μεταμνημονιακή εποπτεία προβλέπει αξιολόγηση με «οδηγό» την Κομισιόν και τη συνδρομή ESM, EKT και ΔΝΤ κάθε τρίμηνο, εκθέσεις αξιολόγησης, εκταμίευση δόσης 600 εκατ. ευρώ και επιπρόσθετο όφελος 200 εκατ. ευρώ από την κατάργηση της ποινής επιτοκίου που επιβλήθηκε εξαιτίας της πρόωρης λήξης του δεύτερου προγράμματος το καλοκαίρι του 2016, ή ακύρωση των υπό αίρεση (συγκεκριμένων) μέτρων για το χρέος ανά εξάμηνο αν η Ελλάδα δεν τηρεί τα συμφωνηθέντα.
Η πρόοδος σε κρίσιμους τομείς της ελληνικής οικονομίας αναγνωρίζεται από το σύνολο των θεσμών, πλην όμως ακόμα και η Κομισιόν καταγράφει ρίσκα «τα οποία αν υλοποιηθούν θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις σε άλλα κράτη – μέλη της ευρωζώνης». Συγκεκριμένα :
1. Το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο στην ΕΕ.
2. Η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση, η οποία ήταν κοντά στο -140% του ΑΕΠ το 2016, παραμένει εξαιρετικά υψηλή, όπως και το ποσοστό ανεργίας.
3. Το επιχειρηματικό περιβάλλον εξακολουθεί να χρειάζεται σημαντικές περαιτέρω βελτιώσεις.
4. Ο τραπεζικός τομέας, αν και επαρκώς κεφαλαιοποιημένος, αντιμετωπίζει προκλήσεις που συνδέονται με τα χαμηλά επίπεδα κερδοφορίας, τα μεγάλα αποθέματα μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη διατήρηση ισχυρών δεσμών με το κράτος.
5. Οι συνθήκες δανεισμού της Ελλάδας παραμένουν εύθραυστες εν μέσω εξωτερικών οικονομικών ρίσκων. Χρειάζεται να γίνουν περαιτέρω προσπάθειες για να διασφαλιστεί η συνεχής και σταθερή πρόσβαση στις αγορές για το κράτος.
Οι κλειστές αγορές και η γραμμή άμυνας
Το κυβερνητικό αφήγημα της καθαρής εξόδου έχει υποστεί ήδη ένα μεγάλο πλήγμα. Ο σχεδιασμός τουλάχιστον τριών εκδόσεων ομολόγων μέχρι την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος έμεινε στα χαρτιά και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, παρά τις αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας, κινούνται ανοδικά. Αν το φθινόπωρο ο ιταλικός κίνδυνος εξαιτίας της πρόθεσης της κυβέρνησης να προχωρήσει σε δημοσιονομική χαλάρωση πέραν των περιθωρίων που θέτει η Κομισιόν μετουσιωθεί σε ιταλικό τσουνάμι, ήδη στους κόλπους των δανειστών καλλιεργείται ανησυχία για πιθανή προσφυγή της Ελλάδας σε προληπτική γραμμή πίστωσης. Η γραμμή άμυνας με το μαξιλάρι διαθεσίμων των 24,1 δισ. ευρώ κρίνεται επαρκής για τους επόμενους 22 μήνες χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας, εφόσον στις αγορές επικρατεί νηνεμία και η Ελλάδα σταδιακά καταφέρει να ανακτήσει πλήρη πρόσβαση σε αυτές. Με τα σημερινά δεδομένα, οι πιθανότητες άμεσης και βιώσιμης επιστροφής στις αγορές διαρκώς φθίνουν.