Σε λιγότερο από μία εβδομάδα ολοκληρώνεται το Τρίτο Μνημόνιο. Σύμφωνα με τις κυβερνητικές διακηρύξεις, η χώρα ανακτά την οικονομική της κυριαρχία και το μέλλον προβλέπεται ευοίωνο. Είναι, όμως, πραγματικά έτσι;
Τα Μνημόνια ήταν συμβάσεις μεταξύ της χώρας και των δανειστών της που περιέγραφαν λεπτομερώς τις υποχρεώσεις των δύο πλευρών. Η Ελλάδα αναλάμβανε να υλοποιήσει συγκεκριμένες δημοσιονομικές περικοπές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και οι δανειστές προσέφεραν δάνεια με προνομιακούς όρους, υπό την αιρεσιμότητα της υλοποίησης των δεσμεύσεων της ελληνικής πλευράς. Επίσης, τα Μνημόνια περιέγραφαν τον μηχανισμό παρακολούθησης της υλοποίησης των συμφωνηθέντων. Τι από αυτά έχει αλλάξει για την επόμενη διετία; Απολύτως τίποτα. Η Ελλάδα έχει αναλάβει την υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής (περικοπή συντάξεων και μείωση αφορολογήτου ορίου) και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων (συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικοποιήσεων), ο μηχανισμός παρακολούθησης παραμένει ακριβώς ο ίδιος όπως και προηγουμένως και κάποια από τα αναμενόμενα οφέλη (επιστροφές κερδών ΑNFA και SMP) τελούν υπό την αιρεσιμότητα της υλοποίησης των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει. Επιπρόσθετα, εφόσον Τέταρτο Μνημόνιο δύσκολα θα περνούσε από τα Κοινοβούλια αρκετών εταίρων μας, παραχωρήθηκε προνομιακή χρηματοδότηση από τα υπόλοιπα του Τρίτου Μνημονίου ώστε να σχηματισθεί το περίφημο «απόθεμα ασφαλείας». Επομένως, στις 21 Αυγούστου απλώς βγαίνουμε από το (τυπικό) Τρίτο Μνημόνιο και μπαίνουμε στο (άτυπο) Τέταρτο Μνημόνιο.
Παρά τη διαθεσιμότητα του «αποθέματος ασφαλείας», η άριστη επιλογή για τη χώρα μας για τα επόμενα χρόνια είναι ο δανεισμός από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές με λογικά επιτόκια, με το «απόθεμα ασφαλείας» να παραμένει ανέπαφο. Είναι αυτό εφικτό; Οι τρέχουσες αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, αλλά και η σημαντική αύξησή τους κάθε φορά που παρατηρείται αναταραχή στις διεθνείς αγορές για λόγους άσχετους με την Ελλάδα (π.χ. εκλογή λαϊκιστικής κυβέρνησης στην Ιταλία ή καταποντισμός της τουρκικής λίρας) φαίνεται να δείχνουν ότι αυτό ίσως να μην είναι εφικτό. Για να αλλάξει η εικόνα, πρέπει η ελληνική οικονομία να δείξει σημάδια δυναμισμού που αυτή τη στιγμή δεν είναι ορατά.
Αντίθετα από άλλες χώρες της ευρωζώνης που μετά την έξοδο από τα δικά τους Μνημόνια κατέγραφαν ρυθμούς ανάπτυξης υψηλότερους από τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών αλλά και των διεθνών οίκων, ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας πέρυσι ήταν ο χαμηλότερος στην ΕΕ και στα επόμενα χρόνια δεν αναμένεται να είναι εντυπωσιακός. Αυτό οφείλεται εν μέρει στη διεθνή συγκυρία που είναι σαφώς χειρότερη από την προηγούμενη τριετία. Εξαιτίας της «περήφανης διαπραγμάτευσης» και των συνεπειών της, η Ελλάδα έχασε τη χρυσή ευκαιρία το 2015. Ομως, η κυριότερη αιτία για τους χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης είναι η έλλειψη επενδύσεων. Το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας, στο οποίο όλοι φαίνεται να ομνύουν, βασίζεται σε αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων και των εξαγωγών στο ΑΕΠ, εις βάρος της κατανάλωσης και των εισαγωγών. Τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγές μας βρίσκονται σε καλό δρόμο, Οι επενδύσεις, όμως, όχι.
Εδώ και αρκετά χρόνια, οι ακαθάριστες επενδύσεις στη χώρα μας είναι χαμηλότερες από τις αποσβέσεις. Με άλλα λόγια, το απόθεμα κεφαλαίου της οικονομίας μειώνεται αντί να αυξάνεται. Πριν από την κρίση το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν ελαφρά υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Ομως, στην Ελλάδα το μεγάλο μέρος των επενδύσεων κατευθυνόταν σε κατοικίες ενώ στην ΕΕ σε επιχειρηματικές επενδύσεις που έχουν μεγάλο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα.
Ενώ οι επενδυτικές ευκαιρίες στην Ελλάδα είναι πολλές, οι πηγές χρηματοδότησης είναι περιορισμένες. Παραδοσιακά, η χρηματοδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων γινόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό μέσω τραπεζικού δανεισμού. Στην παρούσα συγκυρία, λόγω του μεγάλου όγκου των «κόκκινων δανείων» και της συρρικνωμένης καταθετικής βάσης των τραπεζών, φαίνεται δύσκολο τα πιστωτικά ιδρύματα να παίξουν τον ρόλο που έπαιζαν πριν από την κρίση. Μέρος του κενού θα μπορούσαν να καλύψουν οι ξένες – κυρίως άμεσες – επενδύσεις, των οποίων το ποσοστό στο ΑΕΠ ήταν και παραμένει εξαιρετικά χαμηλό. Κανονικά, μετά την υποχώρηση του κινδύνου του Grexit, οι χαμηλές αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα άφθονης σχετικά καλά εκπαιδευμένης και άνεργης εργατικής δύναμης θα έπρεπε να αποτελούν μαγνήτη για την προσέγγιση ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, με πολλαπλά οφέλη για την οικονομία. Ομως, τόσο για λόγους που προϋπήρχαν της κρίσης (γραφειοκρατία, αργή απονομή δικαιοσύνης κ.λπ.) όσο και για λόγους που ανέκυψαν τα τελευταία χρόνια (υψηλή φορολογία κεφαλαίου, εντόνως αρνητικό προς το επιχειρείν κλίμα, ιδίως κατά τα δύο πρώτα χρόνια της παρούσας κυβέρνησης) οι ξένες επενδύσεις παραμένουν χαμηλές. Σε αυτό το πλαίσιο, η ύπαρξη κυβέρνησης φιλικής προς το επιχειρείν με ξεκάθαρη μεταρρυθμιστική ατζέντα θα μπορούσε να δώσει σημαντική ώθηση στις επενδύσεις (ξένες και εγχώριες), στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και, τελικά, στην ομαλή επάνοδο της χώρας στις αγορές και την εξάλειψη των φόβων για νέα Μνημόνια στο μέλλον.
Ο Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών