Το θυμήθηκα ένα από τα βράδια του φετινού καλοκαιριού που πίναμε τα ποτά μας συζητώντας για την τελευταία μεγάλη ανακάλυψη της Ελλάδας, τον χαρισματικό και ελπιδοφόρο τενίστα Στέφανο Τσιτσιπά. Τι θυμήθηκα; Οτι υπήρξε τουλάχιστον μια χρονιά στις αρχές της δεκαετίας του ’80, που οι έλληνες γονείς, εκστασιασμένοι από τις επιτυχίες της Αννας Βερούλη και της Σοφίας Σακοράφα, αγόραζαν στα παιδιά τους ακόντια – είχαν πουληθεί τόσο πολλά, που ήμασταν τυχεροί που δεν καταγράφονται στους καιρούς εκείνους δυστυχήματα. Ηταν αθώες εκείνες οι εποχές και υπήρχε πραγματικά αρκετός κόσμος που πίστευε πως η αγάπη για τον στίβο και η ενασχόληση με τα αγωνίσματά του από τα παιδικά χρόνια αρκεί για να φέρει επιτυχίες. Αν οι επιτυχίες αυτές είχαν γίνει δεκαπέντε χρόνια αργότερα, όταν όλοι (κακώς) συνέδεαν τα μετάλλια με τα αναβολικά, δεν θα αγόραζε κανείς ακόντια.

Κολλάνε

Οι έλληνες αγαπάνε τους αθλητές που φέρνουν επιτυχίες και παραδόξως, όσο πιο άγνωστα είναι τα αγωνίσματα στα οποία διακρίνονται, τόσο πιο πολύ με αυτά «κολλάνε». Λίγα χρόνια μετά τις επιτυχίες της Βερούλη, η ελληνική κοινωνία έζησε τη μοναδική επιτυχημένη πολιτιστική επανάσταση που υπήρξε σε αυτή τη χώρα: ακόμα και ο μακαρίτης ο Μάο θα τα έχανε βλέποντας τον τρόπο που έγινε εθνικό μας σπορ το μπάσκετ – ένα σπορ που δεν αγνοούσαμε μεν, πλην όμως πιστεύαμε πως προορίζεται μόνο για όσους έχουν σπάνια σωματικά προσόντα. Μετά το καλοκαίρι του 1987 πολλοί πίστεψαν ότι ξέρουν τι είναι η άμυνα ζώνης, περίμεναν την μπακ ντορ πάσα που έκανε ο Παναγιώτης Γιαννάκης στον Νίκο Γκάλη, είχαν λόγο ακόμα και για τις αλλαγές του Γιάννη Ιωαννίδη. Ακολούθησε ο Χρήστος Ιακώβου και η ντριμ τιμ της άρσης βαρών που δημιούργησε κι αυτή ένα είδος εθνικής υστερίας πραγματικά από το πουθενά: εδώ το πράγμα έμοιαζε εύκολο να το παρακολουθήσει κανείς. Ο Δήμας, ο Λεωνίδης, ο Σαμπάνης, ο Κάχι συγκεντρώνονταν μπροστά στα βάρη, ο Ιακώβου φώναζε «κάτσε κάτω από την μπάρα» και η χώρα πανηγύριζε μετάλλια. Μέχρι που μπλέξαμε με την Κινέζα Σου Λι που έστειλε τα αναβολικά σε λάθος διεύθυνση και οι επιτυχίες τελείωσαν, όταν από το παλκοσένικο έφυγαν, βέβαια, και σπουδαίοι αθλητές.

Προσοχή

Ανεξάρτητα με το τι τελικά θα κάνει, ο Στέφανος Τσιτσιπάς έχει όλα τα προσόντα για να δημιουργήσει έναν νέο εθνικό πυρετό που να σχετίζεται με τον ίδιο, αλλά και το τένις. Το τένις δεν μας μοιάζει προορισμένο για καταπληκτικούς υπεραθλητές, όπως είναι π.χ. ο Λευτέρης Πετρούνιας στη γυμναστική. Δεν γεννά υποψίες, όπως τα μετάλλια στον στίβο. Δεν έχει να κάνει με τα μπάτζετ, όπως οι επιτυχίες στο ποδόσφαιρο. Είναι ένα σπορ μοναχικών ηρώων και ως τέτοιο μπορούμε να το αγαπήσουμε ευκολότερα από τα ομαδικά σπορ. Ως Ελληνες γνωρίζουμε ότι οι συνεργασίες είναι δύσκολο πράγμα, ότι η ομαδικότητα δεν είναι το φόρτε μας, ότι η συμφωνία που απαιτεί κάθε συλλογική δουλειά είναι δύσκολη υπόθεση σε αυτόν τον τόπο. Ο τενίστας, μόνος απέναντι σε αντιπάλους εξ αντικειμένου χαρισματικούς, μπορεί να μας κεντρίσει την προσοχή, κι αν μάλιστα είναι και δικό μας παιδί, να μας βοηθήσει και να ταυτιστούμε μαζί του, ακόμα κι αν μια ρακέτα στη ζωή μας μακριά από παραλία δεν έχουμε πιάσει ποτέ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μετρά η τηλεοπτική εικόνα που κάνει το σπορ να φαίνεται εύκολο: νομίζουμε πως όλα είναι υπόθεση καρδιάς, ψυχής, αντοχής, ίσως και λίγης τύχης. Δεν είναι καθόλου έτσι, αλλά δεν έχει σημασία: μετράει ότι βρήκαμε έναν καινούργιο ήρωα.

Μυστήριο

Βοηθά την Ιστορία και ότι ο ίδιος ο παίκτης είναι ένα αληθινό μυστήριο. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πώς ξαφνικά η Ελλάδα, που δεν είχε ποτέ κανέναν στους εκατό καλύτερους του κόσμου, βλέπει έναν έλληνα τενίστα έτοιμο για τους καλύτερους δέκα. Η αδυναμία των σχολιαστών και των λογιών λογιών ειδικών να εξηγήσουν πώς προέκυψε, του δίνει διαστάσεις μυθιστορηματικές: είναι σαν ήρωας του σινεμά από αυτούς που ξετρελαίνουν το κοινό στα μπλoκμπάστερ με τα ανεξήγητα κατορθώματά τους. Ξέρουμε ότι έπαιζε τένις η μητέρα του, ότι ο μπαμπάς του είναι και προπονητής του και πως από αυτούς κόλλησε το μικρόβιο, αλλά αυτό δεν αρκεί για να εξηγήσει κάνεις την τρομερή του πρόοδο. Ομολογώ ότι, μολονότι ασχολήθηκα, δεν μπόρεσα να μάθω ποιος του έμαθε αυτό το καταπληκτικό τένις που παίζει. Το ξέρω κι εγώ ότι τώρα προπονείται στις ακαδημίες Μουράτογλου στη Νίκαια, αλλά αυτό το τένις που παίζει δεν το μαθαίνεις 18 χρονών: το παιδί έχει μεγαλώσει εντυπωσιακά σωστά. Ο Τσιτσιπάς παίζει επιθετικό τένις σε μια εποχή που ευνοούνται οι μαραθωνοδρόμοι, δεν μοιάζει να έχει αγαπημένη επιφάνεια, αφού φέτος παίρνει άριστα σε όλες, έχει ως παίκτης μια πληρότητα που σε αυτή την ηλικία χαρακτήριζε μόνο τους μεγάλους του συγκεκριμένου σπορ. Και σίγουρα γράφει ωραία στο μυαλό όσων καλοκαιριάτικα τον ανακάλυψαν το ότι μιλάει σαν άνθρωπος απλός: «Πρέπει να στρώσω τον πισινό μου για να γίνω καλύτερος σε μια σειρά από πράγματα» είπε μετά την πρόσφατη ήττα του από τον Ναδάλ στον τελικό του Τορόντο. Ο κόσμος, κουρασμένος από βαρύγδουπες δηλώσεις παιδιών που προσπαθούν να εντυπωσιάσουν, καταχάρηκε την ειλικρίνεια της έκφρασης. Και τον συμπάθησε ακόμα περισσότερο.

Τρέλα

Ο Τσιτσιπάς μπορεί να γίνει εύκολα η νέα τρέλα της χώρας κι όσο κι αν αυτό ακούγεται μάλλον διασκεδαστικό, διότι εδώ οι πιο πολλοί δεν ξέρουν το τένις και τη δυσκολία του, το πράγμα δεν το θεωρώ καθόλου κακό. Μακάρι μάλιστα να γίνει κάτι μαγικό και να γυρίσουμε στα χρόνια της δεκαετίας του ’80 – απλά αντί για ακόντια οι γονείς μπορεί να αγοράζουν στα πιτσιρίκια ρακέτες και να ψάχνουν έναν καλό δάσκαλο για να τα βοηθήσει να μάθουν τη δυσκολία του μπάκχαντ και του φόρχαντ, που οι ίδιοι μάλλον αγνοούν. Η Ελλάδα έχει γεμίσει πια και γήπεδα τένις, το σπορ δεν είναι ούτε τόσο ελιτίστικο ούτε τόσο ακριβό όσο κάποιοι νομίζουν, και το σπουδαιότερο, αν τα παιδιά το γνωρίσουν θα καταλάβουν πως μπορεί να γίνει η αγαπημένη τους άθληση για χρόνια πολλά. Για να το λατρέψουν δεν χρειάζεται να ψάχνουν αλάνες για να πετάνε ακόντια, ούτε να είναι πάνω από 1,90 για να το χαρούν, όπως το μπάσκετ. Το σπουδαιότερο είναι ότι τα παιδιά θα ανακαλύψουν πως η αγάπη τους μπορεί να εμφανιστεί χάρη στον Τσιτσιπά, αλλά δεν κινδυνεύει να σβήσει όταν οι δικές του επιτυχίες (ελπίζουμε ύστερα από πάρα πάρα πολλά χρόνια) θα λείψουν.

Παιδαγωγός

Ο Τσιτσιπάς δεν το ξέρει, αλλά καλοκαιριάτικα ανέλαβε άθελά του τον ρόλο ενός μεγάλου παιδαγωγού. Η χώρα τον είχε ανάγκη.