Τα πρωτοφανή γεγονότα των τελευταίων ημερών οδηγούν σε δύο σενάρια για το μέλλον των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Σενάριο πρώτο: πρόκειται «απλώς» για σύγκρουση εγωισμών και επίδειξη ισχύος μεταξύ δύο ισχυρών προσωπικοτήτων, δηλαδή του αμερικανού και του τούρκου προέδρου. Η αμερικανοτουρκική κρίση θα είναι επομένως συγκυριακή και κάποια στιγμή θα επουλωθεί. Προφανώς με υποχώρηση των Τούρκων, λόγω του συντριπτικού συσχετισμού δυνάμεως. Εάν ισχύει αυτό το σενάριο, η Τουρκία σύντομα θα επιστρέψει στο δυτικό και νατοϊκό «μαντρί». Η υπόθεση αυτή φαίνεται να ενισχύεται με την αποφυλάκιση των δύο ελλήνων στρατιωτικών και του Τανέρ Κιλίτς, προέδρου της Διεθνούς Αμνηστίας Τουρκίας, που απαίτησε ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Μπόλτον. Μένει να δούμε αν αυτά θα έχουν συνέχεια με την αποφυλάκιση και του πάστορα Μπράνσον, ή αν πρόκειται για ελιγμό και προσπάθεια του Ερντογάν να κερδίσει χρόνο ενόψει του δεύτερου σεναρίου. Σενάριο δεύτερο: στην πραγματικότητα ο Ερντογάν εκπονεί μια στρατηγική οριστικής απομάκρυνσης της Τουρκίας από τον δυτικό κόσμο. Την Τουρκία συγκρατούσε επί δεκαετίες, σε μια έστω καιροσκοπική και αβαθή συμμαχία με τη Δύση, το κεμαλικό κατεστημένο. Η άνοδος του Ερντογάν εκφράζει την επιλογή της ευρείας πλειοψηφίας της τουρκικής κοινωνίας να επιστρέψει στη μουσουλμανική της υπόσταση και στο οθωμανικό της παρελθόν. Αυτό φαίνεται ότι είναι και το προσωπικό όραμα και στοίχημα του Ερντογάν. Εάν επιχειρήσει να το υλοποιήσει, η Τουρκία μοιραία θα έρθει σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και την Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ θα αποχωρήσει ή θα αποβληθεί από το ΝΑΤΟ. Κάτι που ήδη έθεσε ανοιχτά η «Wall Street Journal» της 13ης Αυγούστου («NATO Should Give Turkey the Boot. Ankara, helped by China and Russia, is vandalizing Western interests»).
Εάν ισχύσει αυτό το σενάριο, οι επιπτώσεις μιας ρήξης της Τουρκίας με τον δυτικό κόσμο θα είναι ανυπολόγιστες για την ίδια. Η πίεση στην τουρκική λίρα, που απειλεί να τινάξει στον αέρα την τουρκική οικονομία, αποτελεί απλώς μια πρόγευση των συνεπειών μιας ανοιχτής αντιπαράθεσης με τις ΗΠΑ. Η δυτική πολιτική διαθέτει τα εργαλεία για να αποδομήσει τα τουρκικά σχέδια. Την τελευταία φορά που η Τουρκία ήρθε σε αντιπαράθεση με την Δύση, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το αποτέλεσμα ήταν η Συνθήκη των Σεβρών.
    Η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία δεν αποτελεί ικανό αντίβαρο, όπως η ίδια προβάλλει. Εχει εύθραυστο χαρακτήρα, πάσχει από αθεράπευτες γεωπολιτικές αντιφάσεις και δεν εκφράζει βαθύτερη κοινότητα αξιών και πολιτισμού. Ιστορικά η Ρωσία ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση με την Τουρκία, που εμπόδιζε την προσπέλασή της προς νότον. Η δε Τουρκία επί αιώνες ηττάτο από τη Ρωσία σε αλλεπάλληλους πολέμους. Η Ρωσία υποβοήθησε εξάλλου τη δημιουργία των βαλκανικών εθνικών κρατών, ενώ ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εμποδίστηκε μόνον επειδή η βρετανική πολιτική δεν ήθελε την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και των Στενών από τον ρωσικό στόλο. Εξάλλου ας μην υποτιμάται το γεγονός ότι η Ρωσία υπήρξε σύμμαχος των ΗΠΑ και της Δύσης σε δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Η Μόσχα δεν θα θυσιάσει τη σχέση της με τον δυτικό κόσμο χάριν της Τουρκίας.  Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, το δεύτερο σενάριο δεν θα είναι απλό για τον Ερντογάν.
Ο Μελέτης Η. Μελετόπουλος είναι διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Γενεύης