Η τουρκική οικονομία κλυδωνίζεται, δημιουργώντας ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον για τον Ερντογάν. Πράγματι, ο τούρκος πρόεδρος, παρότι έχει περάσει από συμπληγάδες, καταφέρνοντας από το 2002 με μεθοδικό τρόπο να «ξηλώσει» το κεμαλικό κατεστημένο, να επικρατήσει επί του δικτύου Γκιουλέν και να εξουδετερώσει σε κάποιον βαθμό το PKK (με επιχειρήσεις εντός και εκτός Τουρκίας), καλείται σήμερα να διαχειριστεί μία πολύπλοκη και δυσμενή πραγματικότητα. Κυρίως γιατί τα προηγούμενα χρόνια, η στήριξη ή/και ανοχή σημαντικής μερίδας του τουρκικού λαού στις επιλογές και πρακτικές Ερντογάν οφειλόταν στο οικονομικό «θαύμα» που επιδρούσε θετικά στις ζωές των περισσοτέρων. Τα άλματα της τουρκικής οικονομίας αποτυπώνονται στον τετραπλασιασμό του ΑΕΠ της μέσα σε δεκαπέντε χρόνια και στην απογείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος από τα $3.500 το 2002 στα $11.000 το 2017. Επίσης, τα έργα στις υποδομές (δίκτυα ύδρευσης και ηλεκτρισμού), οι διασυνδέσεις ξεχασμένων περιοχών της ενδοχώρας με οικονομικά κέντρα και εντέλει η συμπερίληψη των κατοίκων του οροπεδίου της Ανατολίας στην οικονομική δραστηριότητα εδραίωσαν τον Ερντογάν στην εξουσία. Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονται συνεχώς από το 2012 και έπειτα με διάφορες αφορμές και αιτίες. Από το άδειασμα του Ομπάμα στην Τουρκία στις προσπάθειες εγκαθίδρυσης ενός σουνιτικού καθεστώτος στη Συρία, τη φερόμενη υποστήριξη μέρους του αμερικανικού κατεστημένου στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 και τη μη έκδοση του μεγαλύτερου εχθρού του Ερντογάν, Γκιουλέν, μέχρι την υπόθεση παραβίασης των αμερικανικών κυρώσεων εις βάρος του Ιράν (οδηγώντας στη φυλάκιση του εκτελεστικού διευθυντή της τράπεζας Halkbank) που ακουμπά τον ίδιο τον τούρκο πρόεδρο, τη στροφή της Αγκυρας προς τη Μόσχα και την Τεχεράνη, την αγορά των S-400 και τον ενεργειακό εναγκαλισμό με τη Ρωσία, έως την αντιπαράθεση με Ισραήλ και Σαουδική Αραβία (τους στενότερους εταίρους των ΗΠΑ του Τραμπ) και την κράτηση του ευαγγελιστή πάστορα Μπράνσον. Η τελευταία, μάλιστα, παρότι αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, κακοφόρμισε ενόψει των ενδιάμεσων αμερικανικών εκλογών και της ανάγκης του Λευκού Οίκου να καταδείξει την αποτελεσματικότητά του σε ένα ευαίσθητο θέμα για το συντηρητικό του ακροατήριο, με την τουρκική ηγεσία να φέρεται ότι υπαναχώρησε την τελευταία στιγμή από μια συμφωνία ανταλλαγής.
Είναι πρόδηλο πως οι αναταράξεις στην τουρκική οικονομία, αφενός δεν πρόκειται να μετριαστούν άμεσα, αφετέρου είναι απόρροια εγγενών διαρθρωτικών αδυναμιών στις οποίες «κούμπωσε» εσχάτως η πίεση από πλευράς Ουάσιγκτον. Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να υπερβεί το 6% του ΑΕΠ – τα συναλλαγματικά διαθέσιμα από $96,3 δισ. τον περασμένο Νοέμβριο έχουν πέσει κάτω από $79 δισ. – και πολλές επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί σε ξένο νόμισμα δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους, με τον πληθωρισμό να αγγίζει υψηλό 12ετίας και την υποτίμηση της λίρας να υπερβαίνει το 40% τους τελευταίους οκτώ μήνες, ακριβαίνοντας αισθητά το κόστος μεταφορών, ενέργειας και ειδών πρώτης ανάγκης. Ο Ερντογάν δείχνει περιφρονητικός στα κελεύσματα των αγορών, αποδίδοντας την αρνητική κατάσταση σε απόπειρα αποσταθεροποίησής του. Ως αντίδοτο, συζητά την προσφυγή στην Κίνα για εξωτερικό δανεισμό, την ενδυνάμωση των σχέσεων με τη Ρωσία και την ανακατεύθυνση των εξαγωγών προς την ινδική, τη ρωσική και την κινεζική αγορά. Το παίγνιο έχει ασφαλώς και γεωπολιτική διάσταση. Η Αγκυρα απειλεί με συνολική στροφή προς αναθεωρητικές έναντι της Δύσης δυνάμεις (ισχυροποιώντας τες έναντι αυτής), αν και αυτές δεν είναι ικανές/διατεθειμένες να αναλάβουν εξ ολοκλήρου το πολιτικό και οικονομικό κόστος συνολικής στήριξης μιας χώρας με τις αβεβαιότητες που εμφανίζει σήμερα η Τουρκία. Ο Τραμπ, ακολουθώντας την προσφιλή διπλωματία του brinkmanship επιχειρεί να καθορίσει στην Αγκυρα τα όριά της, υποχρεώνοντάς την σε αναδίπλωση. Η μπάλα είναι πλέον στο γήπεδο του Ερντογάν. O τελευταίος δεν ανησυχεί μεν για κοινωνική αμφισβήτηση (αντιθέτως προσώρας επιτυγχάνει τη συσπείρωση), ωστόσο, δεν διαθέτει μεγάλη ευελιξία κινήσεων, ενώ ακόμη και η γραφειοκρατία της Ουάσιγκτον εξετάζει τρόπους ψαλιδίσματος του αναντίρρητα κρίσιμου ρόλου της στο περιφερειακό υποσύστημα.
Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών ΙΔΙΣ και συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»