Σε ένα λαμπερό πάρτι που διοργάνωσε τον περασμένο Ιανουάριο ο δισκογραφικός παραγωγός Κλάιβ Ντέιβις, πριν από την τελετή απονομής των βραβείων Grammy, ανακοίνωσε ότι η Τζένιφερ Χάντσον θα υποδυθεί την Αρίθα Φράνκλιν στην ταινία που θα αφηγηθεί τη ζωή της. Η βραβευμένη με Οσκαρ ηθοποιός ήταν επιλογή της ίδιας της βασίλισσας της σόουλ, αφήνοντας απέξω τη Χάλι Μπέρι, την οποία είχε διαλέξει αρχικά. Κανείς δεν γνωρίζει τίποτα για την πορεία αυτού του εγχειρήματος που ανέλαβαν να υλοποιήσουν ο μουσικός παραγωγός Χάρβεϊ Μέισον και ο παραγωγός Σκοτ Μπέρνσταϊν («Straight Outta Compton») για λογαριασμό της MGM.
Και φυσικά ουδείς μπορεί να μαντέψει ποια είναι εκείνα τα κομμάτια του ταραχώδους βίου της τα οποία θα χωρέσουν, ή θα τολμήσουν να κάνουν εικόνα, σε αυτό το βιογραφικό φιλμ. Αλλά τι αξία θα είχε μια ταινία για την Αρίθα που δεν θα θυμίσει τα δύσκολα και στρυφνά χρόνια τη ζωής της, εκείνα που διαμόρφωσαν – ισοδύναμα με το ταλέντο και τη λάμψη της – το μουσικό της ιδίωμα και την ξεχωριστή προσωπικότητά της; Κανείς δεν θα ήθελε μια ακαδημαϊκή, άνυδρη ματιά στην κινηματογραφική ζωή της «φωνής του Θεού» όπως την είχε αποκαλέσει η Μαριάν Φέιθφουλ. Αυτός ο χαρακτηρισμός στέκεται δίπλα σε εκείνον της Μέρι Τζέι Μπλάιτζ, όταν με αφορμή το αφιέρωμα του περιοδικού «Rolling Stone» το 2010 – στο οποίο η Αρίθα βρισκόταν στην κορυφή της λίστας με τους «100 πιο σημαντικούς τραγουδιστές όλων των εποχών» – την αποκάλεσε «δώρο Θεού».
Η Αρίθα ήταν κορίτσι της εκκλησίας και μέσα στις χορωδίες των γκόσπελ έδωσε τα πρώτα δείγματα του μνημειώδους ταλέντου της. Σε αυτό το θρησκευτικό περιβάλλον όμως, οι άνθρωποι που την ήξεραν καλά είπαν ότι έζησε και τον εφιάλτη. Οταν βρισκόταν στην εφηβεία – στα 14 και στα 16 της χρόνια – έφερε στον κόσμο τους δυο γιους της χωρίς ποτέ να πει ποιος είναι ο πατέρας. Απόφαση απολύτως λογική για εκείνους που ισχυρίζονται ότι ίσως να ήταν πολύ γνωστός ιερωμένος του Ντιτρότ, εκεί όπου η «βασίλισσα της σόουλ» ξεκίνησε να τραγουδά.
Η νεαρή Αρίθα κατακτά το μουσικό στερέωμα υψώνοντας την φωνή της σε μια εποχή όπου οι συζητήσεις για τις φυλετικές διακρίσεις γίνονταν σε θερμό κλίμα. Ομως το σκοτάδι δεν υποχωρούσε στην προσωπική της ζωή. Ο συγγραφέας της βιογραφίας της Ντέβιντ Ριτζ, που κυκλοφόρησε το 2014 υπό τον τίτλο «Respect», ισχυρίστηκε ότι ήταν εθισμένη στο σεξ και το φαγητό. Στο ίδιο βιβλίο ο Ριτζ αποκάλυπτε τις δύσκολες ώρες που πέρασε δίπλα στον σύζυγό της και μάνατζερ της Τεντ Γουάιτ μιλώντας για τους ξυλοδαρμούς που δεχόταν από εκείνον. Οι φαν της μάλιστα που παρακολουθούσαν την ζωή της πίστευαν ότι οι στίχοι στο τραγούδι «Ι never loved a man» (Ι let you do these things to me / My friends keep telling me/ That you ain’t no good/ But oh, they don’t know/ That I’d leave you if I could) δεν είναι μόνο απόρροια μια στιγμιαίας καλλιτεχνικής έμπνευσης.
Και όσο το δράμα της προσωπικής της ζωής εξελισσόταν σαν ταινία βίας και καταστροφής, η πορεία της στο μουσικό στερέωμα τής προσέφερε στιγμές μεγαλείου και δόξας. Τα δάκρυα και η απογοήτευση των ερώτων και των συντρόφων της κυλούσαν μαζί με εκείνα για τους επαγγελματικούς της θριάμβους. Και αυτή η αντίστιξη της διαδρομής της έδωσε νόημα και περιεχόμενο στη «βασίλισσα» που σάρωνε τα βραβεία και κυριαρχούσε με εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων σε όλο τον κόσμο.
Η φωνή της Αρίθα και η μουσική της ευφυΐα αφηγήθηκαν ξανά την ουσία του περιεχομένου ενός αληθινού καλλιτέχνη. Ετσι όπως το όρισε για παράδειγμα τον Απρίλιο του 2016 ο διευθυντής του «New Yorker» David Remnick, ο οποίος είπε για εκείνη: «Εχει αναγνωριστεί γενικώς ως η μεγαλύτερη τραγουδίστρια στην ιστορία της μεταπολεμικής δημοφιλούς μουσικής. Κανείς, από τους Τζειμς Μπράουν, Σαμ Κουκ, Ετα Τζέιμς, Ρέι Τσαρλς, δεν μπόρεσε να αγγίξει τη δύναμη και την τεράστια γκάμα της, από τα γκόσπελ ώς την τζαζ κι από την R&B ώς την ποπ». Μια απόδειξη; Το 1998 στην απονομή των βραβείων Grammy ο Παβαρότι ακυρώνει την τελευταία στιγμή την εμφάνισή του εξαιτίας ενός προβλήματος στον λαιμό. Η βασίλισσα της σόουλ ανεβαίνει και ερμηνεύει το «Nessun dorma» χωρίς πρόβα, κάνοντας το κοινό να παραληρεί.
Αυτό το κείμενο του «New Yorker» φιλοξενούσε και τη γνώμη του τότε προέδρου Ομπάμα για την Αρίθα, που στην ορκωμοσία του είχε τραγουδήσει το «My country ‘Tis of Thee»: «Μπορεί να ακούσει κάποιος την επίδρασή της σε ολόκληρο το τοπίο της αμερικανικής μουσικής, ασχέτως είδους. Ποιος άλλος καλλιτέχνης είχε ποτέ τέτοιου είδους απήχηση; Η λίστα είναι εξαιρετικά μικρή».
«Υπάρχουν κάποιες τραγουδίστριες που κατέχουν, πέρα από τα όρια του θαυμασμού μας για την τέχνη τους, μια απόκοσμη δύναμη να εγκαλούν την αγάπη μας. Διαισθανόμαστε μάλιστα, αν δεχτούμε ότι η αριστοκρατία είναι κάτι παραπάνω από ταξική έπαρση, πως αυτές είναι οι φυσικές βασίλισσές μας». Ετσι επέλεξε ο συγγραφέας Ραλφ Ελισον να ακτινογραφήσει το μεγαλείο της σπουδαίας κυρίας των γκόσπελ Μαχάλια Τζάκσον. Αλλά ποιος θα αρνιόταν ότι παραλήπτης της χειρουργικής αυτής προσέγγισης είναι και η Αρίθα;
Και ποιος δεν θα συντασσόταν με όσα είπε για τη βασίλισσα της σόουλ, λίγα χρόνια πριν πεθάνει, ο σπουδαίος κιμπορντίστας Μπίλι Πρέστον (γνωστός για τις ενορχηστρώσεις του σε δίσκους των Beatles και Rolling Stones): «Κάθε νύχτα όμως που αυτή η κυρία κάθεται στο πιάνο και συντονίζει το μυαλό και την ψυχή της με τη μελωδία ενός άξιου τραγουδιού, είναι σίγουρο ότι θα σε κάνει να χάσεις το χρώμα σου από τον φόβο και το δέος. Και τότε θα ορκιστείς ότι είναι η καλύτερη τραγουδίστρια που έβγαλε ποτέ αυτή η καταραμένη χώρα».