Ο Κώστας Κονδύλης, αρχιτέκτονας των τυπικών ουρανοξυστών της Νέας Υόρκης, έφυγε στα 78 του χρόνια. Ο έλληνας αρχιτέκτονας της οργανωμένης οικιστικής κατασκευής έγινε γνωστός για την έγκαιρη παράδοση των έργων του και τις μηδαμινές αποκλίσεις του από τους αρχικούς προϋπολογισμούς.
Ο Κονδύλης έχτισε 86 ουρανοξύστες στη Νέα Υόρκη. Και έδινε πάντα δίκιο στους πελάτες του, κυρίως μεγαλοεργολάβους του Μανχάταν. Ανάμεσά τους και ο άρχοντας του real estate από τη δεκαετία του ’80, Ντόναλντ Τραμπ.
«Είχε μια εξαιρετική αίσθηση του ντιζάιν και μου άρεσε» είχε πει ο Τραμπ το 2012 σε ένα ντοκιμαντέρ για τον Κώστα Κονδύλη με τίτλο «Building Stories». «Το 1998 πήγα στο γραφείο του. Συμπάθησα τον νεαρό και άρχισα να του δίνω δουλειά».
Η πιο διάσημη – λόγω της κριτικής που εισέπραξε από την κοινότητα των θεωρητικών της αρχιτεκτονικής – ήταν ο ουρανοξύστης των 72 ορόφων Trump World Tower που ανυψώθηκε το 2001 κοντά στον πύργο του ΟΗΕ, στην Πλατεία των Ηνωμένων Εθνών.
Ο κριτικός αρχιτεκτονικής των «Νew York Times» Χέρμπερτ Μισάν είχε αναφερθεί τότε στο έργο του Κονδύλη γράφοντας ότι αναμετρήθηκε με το πένθιμο χαρακτηριστικό τοπίο του ουρανού στο κέντρο του Μανχάταν, προσδιορισμένο από το αρ ντεκό στυλ των κτιρίων Εμπάιρ Στέιτ και Κράισλερ: «Επιθετικότητα και επιθυμία, βία και σεξ. Βάλτε τα μαζί και φτιάχνουν τον Trump World Tower, που είναι αναμφισβήτητα το πιο αρχέγονο κτίριο που αντίκρισε η Νέα Υόρκη τα τελευταία χρόνια». Ο Κώστας Κονδύλης γεννήθηκε το 1940 στο Βελγικό Κονγκό, όπου και έμεινε μέχρι να τελειώσει το δημοτικό σχολείο των ιησουιτών. «Υπήρχε μια παράδοση στο Βέλγιο, κατά την οποία οι αριστοκρατικές οικογένειες έστελναν ένα παιδί τους σε μοναστήρι για να γίνει καλόγρια ή ιερέας. Κάποιοι λοιπόν από αυτούς τους πρίγκιπες ή τους βαρόνους βρέθηκαν να είναι ιερείς και δάσκαλοι στην Αφρική. Οι ίδιοι οδηγούσαν ωραία αυτοκίνητα, χρησιμοποιούσαν πένες Montblanc και μου είχαν πει να ζητήσω από τους γονείς μου για δώρο Χριστουγέννων ένα στιλό Montblanc. Θυμάμαι όταν μετά τις διακοπές επέστρεψα στο σχολείο με το στιλό μου έδειξαν πώς να το φροντίζω. Από τους ιησουίτες ιερείς λοιπόν αποκομίσαμε μια εκτίμηση για την ποιότητα και την τέχνη» είπε ο έλληνας αρχιτέκτονας στη συνέντευξή του το 2010 στο νεοϋορκέζικο ιντερνετικό περιοδικό «Observer».
Από τους ίδιους άλλωστε απέκτησε το πάθος για τα ακριβά αυτοκίνητα και την πρωταρχική του επιθυμία να γίνει σχεδιαστής πολυτελών αυτοκινήτων, πριν τον απορροφήσουν οι αρχιτεκτονικές σπουδές.
ΣΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΙΝΗΜΑ. Επέστρεψε στην Ελλάδα με τους γονείς του όπου τελείωσε το εξατάξιο τότε γυμνάσιο στην Αθήνα. Το πρώτο του πτυχίο αρχιτεκτονικής το πήρε από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης. Το 1967 ο Κονδύλης μετακομίζει στη Νέα Υόρκη, συνεχίζει σπουδές στο Τμήμα Πολεοδομικού Σχεδιασμού του Πανεπιστημίου Κολούμπια και στη συνέχεια ξεκινά να εργάζεται για δώδεκα χρόνια στο αρχιτεκτονικό γραφείο Davis Brody.
«Ξεκίνησα αμέσως. Εβγαλα το σακάκι και άρχισα να κάνω μακέτες από πηλό για το Περίπτερο στην Οζάκα. Το γραφείο κέρδισε τον διαγωνισμό και ήμουν μέρος τα ομάδας. Θα θυμάμαι πάντα τι φορούσα εκείνη την ημέρα. Το ντύσιμό μου ήταν υπερβολικό: φορούσα ένα γκρι κοστούμι από ψαροκόκαλο τουίντ με λευκό πουκάμισο και γκρι γραβάτα». Από το 1979 συνέχισε δουλεύοντας στην εταιρεία Philip Birnbaum & Associates.
Το 1989 και σε ηλικία 49 ετών ο Κώστας Κονδύλης ιδρύει το δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο. Εξελίσσεται σε αρχιτέκτονα ψηλών οικιστικών συμπλεγμάτων, γνώστη των στάνταρ της κατασκευής τους και όχι θεωρητικό της αρχιτεκτονικής. Μετά την πρώτη του συνεργασία με τον Ντόναλντ Τραμπ, για τον ουρανοξύστη που ξεπέρασε σε ύψος το εμβληματικό κτίριο του ΟΗΕ στην 1η Λεωφόρο του Μανχάταν, ο Κονδύλης αποκτά όνομα στην κτηματομεσιτική αγορά της Νέας Υόρκης και οι πιο δυνατοί παίκτες της εποχής του αναθέτουν τον σχεδιασμό και την ανοικοδόμηση διαμερισμάτων σε ουρανοξύστες. Στη δουλειά του Κονδύλη έβλεπαν έναν συνεργάτη των επιχειρηματικών τους σχεδίων και όχι έναν οραματιστή αρχιτέκτονα που ο σχεδιασμός του θα άλλαζε την πόλη τους και τον κόσμο. «Με απασχολεί το να δημιουργήσω αξία για τους κτηματομεσίτες επειδή αυτοί είναι οι πελάτες μου» δηλώνει και από το 2000 έως το 2007 σχεδιάζει 65 ουρανοξύστες. Δηλαδή ένα κτίριο κάθε έξι εβδομάδες. «Είναι σίγουρα αντανάκλαση της τεράστιας αφοσίωσης και της αγάπης, του πάθους για το τι είναι ικανός ένας εξαιρετικός αρχιτέκτονας» λέει για εκείνον ένας από τους πελάτες του, ο Λάρι Σίλβερστιν, στο ντοκιμαντέρ «Building Stories».
ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ. Η δουλειά του είναι παρούσα στην πόλη των οκτώμισι εκατομμυρίων κατοίκων. Αλλά η κοινότητα των αρχιτεκτόνων ήταν επιφυλακτική με τον αρχιτέκτονα των μεγαλοκτηματομεσιτών, χαρακτηρίζοντας τα κτίσματά του «τυπικά παραδοσιακά». Εκείνος από την πλευρά του υπερασπιζόταν τα σχέδια τους, μιλώντας σε συνέντευξή του το 2007 στους «New York Times» για αυτά ως «ντιζάιν για κάθετες γειτονιές. Πιστεύω στους ουρανοξύστες. Είναι η πιο κατάλληλη περιβαλλοντική μορφή αστικής ανάπτυξης».
Ωστόσο ο ίδιος δεν είχε επιλέξει για κατοικία του κάποιο οροφοδιαμέρισμα με πολυτελή σχεδιασμό στο εσωτερικό ενός κτιρίου από αυτά που είχε κτίσει για τους πελάτες του. Προτιμούσε ένα προπολεμικό χαμηλόροφο μοντερνιστικό κτίσμα στην πάνω πλευρά του Ανατολικού Μανχάταν. Στο ύφος της ζεστής, συμπαθητικής και άνετης κατοικίας στην οποία ζούσε ο Μις βαν ντε Ρο, η εμπνευσμένη μορφή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. «Νομίζω ότι το διαμέρισμα δεν χρειάζεται να υπερπροβάλλει ποιος είμαι. Μου αρέσει να είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να κατευνάζει την ψυχή μου».
Το 2010 οι συνεργάτες του Κώστα Κονδύλη διαφώνησαν με τα ανοίγματα της εταιρείας στο Ντουμπάι και το Κατάρ. Εκείνος τους άφησε να ανεξαρτητοποιηθούν και ακολούθησε τον δικό του δρόμο, αναζητώντας να βγει από την οικονομική κρίση που είχε ρίξει τις δουλειές στη Νέα Υόρκη. «Αυτό έπρεπε να γίνει. Τα παιδιά πίστευαν ότι εγώ έριχνα όλο το βάρος στο εξωτερικό και είχαν δίκιο. Προσωπικά ευελπιστώ να μπορώ να δουλεύω μέχρι τα 85 μου – ίσως και λίγο παραπάνω. Θα ήθελα να καταφέρω να είμαι σαν τον Φίλιπ Τζόνσον που δούλευε έως τα 92 του. Με τα στάνταρ της αρχιτεκτονικής νομίζω ότι βρίσκομαι στην κορυφή της καριέρας μου» είχε πει σε συνέντευξή του το 2010.