Πίσω από την αισιόδοξη οπτική για μια Ελλάδα που θα μπορούσε να εξελιχθεί δυνητικά σε «Καλιφόρνια της Ευρώπης», ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ Κώστας Μεγήρ δεν κρύβει τις επιφυλάξεις του για την ανταπόκριση των αγορών και, συνακόλουθα, την πορεία της χώρας μετά την ολοκλήρωση του μνημονικού κύκλου, καθώς επισημαίνει ότι «η έλλειψη έντονα θετικών προοπτικών θα περιορίσει την ικανότητα δανεισμού της Ελλάδας».
Παράλληλα, στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ», τονίζει ότι προσδοκούσε μια τολμηρότερη διευθέτηση του ελληνικού χρέους, αλλά σημειώνει ότι «η απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει με τόλμη με ένα πλήρες πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων μάλλον περιόρισε τη διαπραγματευτική της δύναμη».
Η Ελλάδα εξέρχεται από το πρόγραμμα διάσωσης. Νομίζετε ότι η χώρα έχει αλλάξει (νοοτροπία των ανθρώπων, πρόοδος σε επίπεδο διοίκησης κ.λπ.);
Εχουν αλλάξει πολλά στην Ελλάδα από την αρχή της κρίσης και όχι όλα προς το καλό. Οι Ελληνες έχουν χάσει κάπως την αισιοδοξία που όλοι είδαμε και αισθανόμασταν το 2004. Ωστόσο, καταλαβαίνουμε επίσης τώρα ότι αυτή η αισιοδοξία οικοδομήθηκε πάνω σε μια φούσκα χρέους η οποία υπήρχε για περισσότερο από 20 χρόνια. Δυστυχώς, αυτό που δεν έχει αλλάξει επαρκώς είναι το επιχειρηματικό περιβάλλον. Πρέπει ακόμη να γίνουν πολλά όσον αφορά την οικοδόμηση των θεσμών που μπορούν να στηρίξουν τις επιχειρήσεις και, συγκεκριμένα, τις πολύ αναγκαίες ξένες επενδύσεις. Ενώ ο κατάλογος είναι πολύ μεγαλύτερος (βλ. το βιβλίο μας για αυτό το θέμα) θα αναφέρω μόνο μερικά παραδείγματα: ο δημόσιος τομέας παραμένει ένα τεράστιο εμπόδιο στην πρόοδο, τη στιγμή που θα έπρεπε να συνιστά αρωγό των επιχειρήσεων. Το νομικό πλαίσιο που καθορίζει την εταιρική διακυβέρνηση πρέπει να μεταρρυθμιστεί δραστικά. Το δικαστικό σώμα εξακολουθεί να είναι δυσλειτουργικό και δεν μπορεί να υποστηρίξει την επιβολή σύνθετων συμβάσεων. Η πολυπλοκότητα της σύστασης και της λύσης των εταιρειών είναι μνημειώδης. Και φυσικά, το περίπλοκο και επαχθές φορολογικό σύστημα αποτελεί πραγματικό αντικίνητρο για τις επιχειρήσεις. Σχετικά με το ίδιο θέμα, η υπερβολική φορολόγηση των ακινήτων έχει ουσιαστικά μειώσει δραματικά τον πλούτο των ελληνικών οικογενειών, καταστέλλοντας την ιδιωτική ζήτηση, γεγονός το οποίο φυσικά δεν βοηθά την οικονομική ανάπτυξη.
Πιστεύετε ότι η χώρα διαθέτει αρκετή αξιοπιστία ώστε να επιστρέψει στις χρηματοπιστωτικές αγορές;
Ο δανεισμός από τις διεθνείς αγορές απαιτεί δημοσιονομική αξιοπιστία. Η Ελλάδα έχει κάνει απαράμιλλες προσπάθειες όσον αφορά την τιθάσευση της υπέρβασης των δαπανών και σημείωσε πιθανώς την ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή που είναι γνωστή για κάθε ανεπτυγμένη χώρα. Επομένως, αξίζει σίγουρα την αξιοπιστία και είμαι βέβαιος ότι οι επενδυτές σε όλο τον κόσμο θα είναι σωστά πρόθυμοι να δανείσουν. Η σιωπηρή υποστήριξη της ευρωζώνης είναι επίσης ένας θετικός παράγοντας. Αυτό που θα επηρεάσει αρνητικά είναι οι προοπτικές ανάπτυξης, οι οποίες παρεμποδίζονται από το ανεπαρκές πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η ανάπτυξη συνεπάγεται μεγαλύτερα φορολογικά έσοδα και συνεπώς μεγαλύτερη δυνατότητα αποπληρωμής. Η έλλειψη έντονα θετικών προοπτικών θα περιορίσει την ικανότητα δανεισμού της Ελλάδας.
Συνιστά η Ελλάδα σήμερα φιλική χώρα για τους επενδυτές; Εάν όχι, τι πρέπει να αλλάξει;
Αν και νομίζω ότι από τα παραπάνω προκύπτει ξεκάθαρα η άποψή μου επ’ αυτού, θα ήθελα να προσθέσω εδώ ότι υπάρχει μια τεράστια προοπτική: μπορώ να δω την Ελλάδα ως δυνητικά την Καλιφόρνια της Ευρώπης και αυτό δεν οφείλεται μόνο στο καταπληκτικό κλίμα και την ομορφιά της χώρας. Η Ελλάδα έχει κάνει μεγάλα βήματα προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης φιλελεύθερων κοινωνικών αξιών που προωθούν την ένταξη των μειονοτήτων (αν και υπάρχει ακόμα δρόμος να διανυθεί) και την ελευθερία γενικότερα. Διαθέτει επίσης μια μεγάλη πηγή ανθρώπινου κεφαλαίου, ιδιαίτερα εάν υπολογίσουμε και τους Ελληνες της πρόσφατης Διασποράς, που θα ήταν πρόθυμοι να επιστρέψουν αν οι ευκαιρίες επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ωστόσο, αυτό απαιτεί μια ατμόσφαιρα η οποία στηρίζει τις επιχειρήσεις και την επιχειρηματικότητα γενικότερα, όπου η κερδοφορία είναι πηγή υπερηφάνειας και όχι λόγος καχυποψίας και όπου η κυβέρνηση επικεντρώνεται στο κράτος δικαίου και στην προαγωγή του ανταγωνισμού, αντί να θεωρεί ότι κατευθύνει την οικονομική δραστηριότητα. Τέλος, η μείωση της φορολογίας και η βελτίωση της λειτουργίας του δημόσιου τομέα είναι πρωταρχικής σημασίας τόσο για ένα καλό επιχειρηματικό περιβάλλον όσο και για τους ανθρώπους, οι οποίοι πρέπει να αποδεχθούν ότι οι φόροι τους δεν σπαταλούνται σε έναν υπερκαταναλωτικό Λεβιάθαν.
Αναφορικά με το χρέος, πιστεύετε ότι η συμφωνία του Eurogroup, τον περασμένο Ιούνιο, συνιστά μια μακροπρόθεσμη λύση σε αυτό το πρόβλημα;
Από την αρχή της κρίσης έχω υποστηρίξει ότι το χρέος πρέπει να αναδιαρθρωθεί και οι μεταρρυθμίσεις να εφαρμοστούν παράλληλα. Η σημερινή αναδιάρθρωση αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Θα ήθελα να ήταν πιο τολμηρή, με μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής και φυσικά τα χαμηλά επιτόκια όλης αυτής της περιόδου (π.χ. 70 χρόνια) να είναι κλειδωμένα. Η απροθυμία όμως της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει με τόλμη με ένα πλήρες πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, μάλλον περιόρισε τη διαπραγματευτική της δύναμη.
Πιστεύετε ότι η Ευρώπη προέβη στις καλύτερες επιλογές για το ελληνικό ζήτημα; Είναι η Ευρώπη έτοιμη να αντιμετωπίσει άλλη οικονομική κρίση, οκτώ χρόνια μετά την έναρξη της ελληνικής;
Η Ευρώπη μάθαινε στην πορεία. Οταν ξεκίνησε η κρίση δεν διέθεταν μηχανισμό αντιμετώπισής της. Πραγματικά πίστευαν ότι η ρήτρα μη διάσωσης στη συνθήκη θα απέτρεπε μια κρίση με την ύπαρξη σωστών κινήτρων! Αυτό έχει πλέον αποδειχθεί αφελές. Ως αποτέλεσμα της ελληνικής κρίσης, δημιουργήθηκαν πολλά θεσμικά όργανα, τα οποία θα βοηθήσουν στην αντιμετώπιση μιας μελλοντικής κρίσης. Το βασικό ζήτημα για την ουσία του τι συνέβη είναι ότι τα θεσμικά όργανα έδωσαν υπερβολική έμφαση στη δημοσιονομική προσαρμογή και όχι αρκετή στις πολύ σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Από μία άποψη, αρχικά υπονόμευσαν (ή δεν κατάλαβαν) τις παθολογίες της ελληνικής οικονομίας και επέβαλαν ένα ακραίο πρόγραμμα λιτότητας. Θα έπρεπε να έχουν επιτρέψει μεγαλύτερο δημοσιονομικό περιθώριο και να ενθαρρύνουν τις μεταρρυθμίσεις.
Η πορεία που ακολούθησαν καθυστέρησε την απαραίτητη ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας και υπονόμευσε την πολιτική αξιοπιστία της ευρωζώνης, δημιουργώντας τη λανθασμένη εντύπωση ότι το μόνο που τους νοιάζει είναι το χρέος. Πολλοί από εμάς έθεσαν εκ των προτέρων παρόμοια ζητήματα, αλλά αυτές οι φωνές χάθηκαν στην επακόλουθη πολιτική πόλωση. Ολα τα πολιτικά κόμματα είναι υπεύθυνα για αυτό. Ωστόσο δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι τελικά η ΕΕ και η ευρωζώνη ήταν εκεί για να βοηθήσουν σε μία ακραία περίοδο ανάγκης. Η μετατόπιση της μομφής για την κρίση στην ευρωζώνη συνιστά αποποίηση της ευθύνης και αντιπροσωπεύει μια βαθιά έλλειψη κατανόησης του τρόπου με τον οποίο φτάσαμε στο σημείο της κρίσης.