Το 1968 ήταν συναρπαστική αλλά και «δύσκολη» χρονιά. Ηταν επίσης χρονιά που σημάδεψε τη γενιά μου. Στην Ελλάδα ήταν πρόσφατο το σοκ από την επιβολή της δικτατορίας, σταθεροποιημένης πλέον έπειτα και από το τραγελαφικό βασιλικό κίνημα του Δεκεμβρίου του 1967. Ωστόσο, τρέφαμε ακόμη τότε κάποιες ελπίδες (ή μήπως ήταν ευσεβείς πόθοι;) πως το καθεστώς της 21ης Απριλίου δεν θα κρατούσε πολύ. Μόνο σταδιακά εξοικειωθήκαμε με την ιδέα ότι οι συνταγματάρχες «είχαν έρθει για να μείνουν», τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια.
Τη γενιά μου η χουντοκρατία τη χτύπησε στο δόξα πατρί, που λέμε. Αυτοί που βασανίστηκαν, υπέφεραν ή έστω ζορίστηκαν ήταν, προφανώς, άνθρωποι όλων των ηλικιών. Απλώς, να, όταν είσαι είκοσι χρονών, όχι μόνο διψάς για κάθε είδους εμπειρίες, αλλά είσαι και περίπου βέβαιος ότι εσύ και η γενιά σου μπορείτε να αλλάξετε τον κόσμο, να «τον κάνετε καλύτερο». Αντ’ αυτού, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη βρεθήκαμε αντιμέτωποι με ό,τι πιο οπισθοδρομικό και μουχλιασμένο, με την κοσμοαντίληψη και τα συνθήματα της «Ελλάδας Ελλήνων Χριστιανών», με τον καραβανάδικο επαρχιωτισμό και κρετινισμό σε όλο τους το μεγαλείο. Γι’ αυτό σας λέω: σκληρή χρονιά το 1968, η πρώτη ουσιαστικά υπό την εμπεδωμένη, στέρεη πια κυριαρχία των συνταγματαρχών.
Πολλά κακά επισώρευσε στη χώρα η χούντα. Αλλα ολοφάνερα, άλλα λιγότερο ορατά. Ενα από αυτά ήταν και ότι έστειλε αρκετά από τα καλύτερα μυαλά, από τις καλύτερες περιπτώσεις της γενιάς μας, στην αγκαλιά της ΚΝΕ, με τη στενότερη (αυτή της νεολαίας του ΚΚΕ) όσο και με την ευρύτερη (της ορθόδοξης κομμουνιστικής Αριστεράς) έννοια του όρου.
Συχνά η επικράτηση του ενός άκρου ευνοεί την αύξηση της επιρροής του άλλου. Η δικαιολογημένη και ευγενών προθέσεων αγανάκτηση για όσα συνέβαιναν το 1941-44 στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως έστελνε κατά χιλιάδες τους πολίτες στην αγκαλιά του ΕΑΜ και, εκείθεν, διά της διολισθήσεως (και όχι μόνο…), στην αγκαλιά του ΚΚΕ. Οταν καιγόταν το πελεκούδι στην Ελλάδα αλλά και σε όλον σχεδόν τον κόσμο, ποιος καθόταν να σκεφτεί ή ποιος θυμόταν πως, όταν άρχισε ο πόλεμος, η Σοβιετική Ενωση του Στάλιν δεν ήταν αντίπαλος αλλά σύμμαχος του Χίτλερ, μη διστάζοντας μάλιστα να διαμελίσει την Πολωνία και να καταπιεί τις Βαλτικές Χώρες. Ακόμα και οι Ρώσοι σήμερα, σπάνια αναφέρονται σε Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο οποίος άρχισε το 1939, προτιμώντας να κάνουν λόγο για τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο ο οποίος άρχισε το 1941, τότε – και μόνον τότε – που ο Χίτλερ παραβίασε το σύμφωνο το οποίο είχε υπογράψει τον Αύγουστο του 1939 με τον Στάλιν.
Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Μα, για να πω ότι το 1968, με τη χούντα στον σβέρκο μας, υπήρχαν ουκ ολίγοι λόγοι για τους οποίους κάποιος της γενιάς μου/μας ήταν πολύ πιθανό να γίνει κομμουνιστής. Μπορεί Σοβιετικοί, Κινέζοι και άλλοι «υπαρκτοί» να μην ενόχλησαν καθόλου τη χούντα επί περίπου επτά χρόνια, μπορεί να έκαναν μπίζνες με τον Μακαρέζο, αλλά ο έφηβος που ασφυκτιούσε στην Ελλάδα του 1968 ήταν περίπου φυσικό να κοιτάζει αριστερά (με την ευρύτερη αλλά και με τη στενότερη, την κομμουνιστική έννοια του όρου), αναζητώντας από εκεί αχτίδα φωτός.
Εχω γράψει και με άλλη ευκαιρία πως η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, από την οποία συμπληρώνονται εφέτος πενήντα χρόνια, «προστάτεψε κάποιους της γενιάς μου από το να γίνουν κομμουνιστές». Τους κρίσιμους εκείνους μήνες που αναζητούσαμε κάποιο φως εν μέσω του ζόφου της χούντας, τα γεγονότα στη Γαλλία τον Μάιο και έπειτα η εισβολή των Σοβιετικών και των συμμάχων τους στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο νομίζω ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός corpus αντιλήψεων, των οποίων ο πυρήνας, με αρκετές βέβαια (ευτυχώς!) αλλαγές στην περιφέρειά του, παραμένει έως σήμερα ισχυρός. Αυτός είναι ο πυρήνας που μας επιτρέπει να δηλώνουμε «αριστεροί αλλά αντικομμουνιστές», ή μάλλον, όπως συνηθίζω να λέω, «αριστεροί, γι’ αυτό αντικομμουνιστές». Να παραμένουμε δηλαδή αμετακίνητοι πολέμιοι κάθε ολοκληρωτισμού, ανεξαρτήτως μορφής και χρώματος.
Ο Γιαν Πάλατς του τίτλου ήταν ένας τσέχος φοιτητής που αυτοπυρπολήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατάληψη της χώρας του (περί αυτού, ουσιαστικά, επρόκειτο) από τους Σοβιετικούς, εξέλιξη η οποία θα βύθιζε την Τσεχοσλοβακία στο πιο βαθύ σκοτάδι για άλλα περίπου είκοσι χρόνια. Ευχαριστούμε, λοιπόν, Γιαν Πάλατς που, εσύ με τη θυσία σου, αλλά και άλλοι πολλοί συμπατριώτες σου με τη στάση τους, συμβάλλατε, εκτός των άλλων, και στο να αποφύγουμε τον πειρασμό -ή μάλλον τον κίνδυνο – να θητεύσουμε σε αυτό το μεγάλο σχολείο εξουσιαστικών σχέσεων και ανελευθερίας, ιδεολογικού ιεχωβαδισμού και πολιτικού παλαιοημερολογιτισμού που υπήρξαν – και παραμένουν, βέβαια – το ΚΚΕ και «οι παραφυάδες του», αλλά και το λεγόμενο κομμουνιστικό κίνημα γενικότερα.
Μιας και ο λόγος πάντως για το 1968, για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, και κυρίως για τον απόηχό τους στην Ελλάδα, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ σε κάτι ακόμα. Ενα από τα πρώτα κείμενα καταδίκης της σοβιετικής εισβολής, και μάλιστα χωρίς τα τόσο αγαπητά στους κομμουνιστές και κομμουνιστογενείς «ναι μεν, αλλά», προήλθε από αριστερούς δεσμώτες της χούντας στο Παρθένι της Λέρου. Ηταν μόνο 65-70 από τους περίπου 500 κρατούμενους (κατά τον αείμνηστο Αντώνη Καρκαγιάννη που ήταν ένας από αυτούς που το υπέγραψαν), αλλά ας μην ξεχνάμε σε ποιο εσωκομματικό καθεστώς και κλίμα είχαν διαπαιδαγωγηθεί και διαμορφωθεί πολιτικά εκείνοι οι άνθρωποι. Ακόμα και χρόνια αργότερα, ο Γιάννης Ρίτσος, υπέρλαμπρο άστρο του κομμουνιστικού κινήματος, δεν παρέλειπε να εκθειάζει αναδρομικά τις χορευτικές κινήσεις των σοβιετικών αρμάτων μάχης στους δρόμους της Πράγας. Από μεταγενέστερες συζητήσεις με κάποιους από τους πρωτεργάτες της σχετικής πρωτοβουλίας στο Παρθένι κατάλαβα γιατί, για τα πιο φωτεινά μυαλά και ανοιχτά μάτια εκείνης ειδικά της γενιάς (της προηγούμενης λίγο – πολύ από τη δική μου), τα γεγονότα του Αυγούστου του 1968 στην Τσεχοσλοβακία υπήρξαν όχι μόνο τραυματικά αλλά και καθοριστικά για την περαιτέρω πορεία τους.
Στη λεγόμενη Ανοιξη της Πράγας είχαν επενδύσει τις τελευταίες τους ελπίδες (αν δεν γράφω αυταπάτες, που θα ήταν και πιο σωστό, είναι μόνο και μόνο από σεβασμό σε όσους υπέγραψαν εκείνο το κείμενο και στην τόλμη που η ενέργειά τους απαιτούσε) ότι τα καθεστώτα του σοβιετικού μπλοκ θα μπορούσαν ίσως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αυτομεταρρυθμιστούν, να γίνουν λιγότερο ζοφερά και καταπιεστικά. Ομως, το «διεθνές καθοδηγητικό κέντρο» είχε, προφανώς, άλλη γνώμη…
Ο Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής