«Ασφυξία» προκαλεί στα νοσοκομεία της χώρας η έλλειψη γιατρών (ειδικευμένων και ειδικευόμενων) καθώς επίσης και νοσηλευτών. Μοιραία κλινικές σε νοσοκομεία της περιφέρειας εφημερεύουν με τις μισές ειδικότητες απούσες ή  αναστέλλουν τη λειτουργία τους εν μέσω τουριστικής περιόδου, αυξάνονται ραγδαία στο ΕΣΥ οι ελαστικές σχέσεις εργασίας ενώ επιστήμονες στηρίζουν τμήματα και εργαστήρια πρώτης γραμμής, παρότι το σύστημα τους αντιμετωπίζει σαν φαντάσματα!
Το εξώδικο που έλαβαν στα τέλη του περασμένου Μαΐου οι υπουργοί Παιδείας και Υγείας από μέλη του κλάδου ΕΔΙΠ (Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού) που προσφέρουν σημαντικό έργο στις πανεπιστημιακές μονάδες των νοσοκομείων είναι ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί. Και αυτό διότι εξαιτίας της ολιγωρίας του υπουργείου Υγείας στην έκδοση σχετικής ΚΥΑ από το 2016 έχουν οδηγηθεί σε υπερωριακό έργο μεν, αμισθί δε, παρότι καλύπτουν πάγιες και υψηλού επιστημονικού επίπεδου ανάγκες στα νοσοκομεία.
Ειδικότερα και όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στο εξώδικο, «ενώ τους έχει ανατεθεί επίσημα από το οικείο τμήμα η εκτέλεση εξειδικευμένου, εργαστηριακού έργου εξαιτίας προηγούμενης εμπειρίας τους, το έργο αυτό το πράττουν ανελλιπώς και άμισθοι, γεγονός που συνεπάγεται ότι τυπικά δεν αναγνωρίζονται από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το οποίο ωφελείται άμεσα από την παροχή των υπηρεσιών τους». Ενδεικτική είναι η περίπτωση της μοριακής βιολόγου Κυριακής Κέκου, η οποία πέραν του διδακτικού της έργου παρέχει τις υπηρεσίες της στο Εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με έδρα το νοσοκομείο Παίδων Αγία Σοφία.
Κέντρο αναφοράς. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι το συγκεκριμένο Εργαστήριο λόγω της μακράς εμπειρίας του αποτελεί κέντρο αναφοράς για όλο τον ελλαδικό χώρο σε θέματα που αφορούν τη διάγνωση, αντιμετώπιση και πρόληψη των γενετικών νοσημάτων.
Για παράδειγμα εκεί διεξάγεται προγεννητικός έλεγχος για την Κυστική Ινωση και τη Νωτιαία Μυϊκή Ατροφία, που αποτελούν τα συχνότερα, θανατηφόρα, κληρονομικά νοσήματα της λευκής φυλής αλλά και για άλλα γενετικά νοσήματα, όπως σύνδρομα με χρωμοσωμικές διαταραχές, νευρομυϊκές παθήσεις και νευροαναπτυξιακές διαταραχές.
Η έγκαιρη πρόληψη σοβαρών ασθενειών αποτελεί τεράστιο επιστημονικό βήμα προς όφελος τόσο των οικογενειών όσο και των δημόσιων συστημάτων ασφάλισης. Οπως ενδεικτικά αναφέρεται στο εξώδικο, «για τη θεραπεία τους απαιτούνται τεράστια ποσά εκατομμυρίων ευρώ από το δημόσιο χρήμα, όπως συμβαίνει για τη θεραπεία σπάνιων γενετικών νοσημάτων με πανάκριβα φάρμακα». Οι επιστήμονες αναφέρονται στα λεγόμενα ορφανά σκευάσματα, το κόστος των οποίων για ετήσια αγωγή ξεπερνά ακόμη και τις 100.000 ευρώ.
«Για κάποιες ασθένειες ο έλεγχος δεν γίνεται σε άλλη δημόσια δομή. Συνεπώς οι γονείς θα πρέπει να απευθυνθούν στον ιδιωτικό τομέα, όπου το κόστος κυμαίνεται από 300 ώς 700 ευρώ και για κάποιες από αυτές στο εξωτερικό» λέει η δρ Κέκου. Προσθέτει ότι η αποζημίωση της υπερωριακής εργασίας θα αποτελούσε ένα είδος αναγνώρισης του έργου που καλούνται να παραγάγουν τόσο η ίδια όσο και οι περίπου 20 συνάδελφοί της που συνδράμουν σε πανεπιστημιακά νοσοκομεία της χώρας. Ιδίως δε εάν συνυπολογίσει κανείς ότι υπογράφουν γνωματεύσεις που καθορίζουν μεταξύ άλλων, τον οικογενειακό προγραμματισμό των νέων ζευγαριών.
Παρά ταύτα και εν απουσία εναλλακτικής λύσης, καθώς η πρόσληψη νέων υπαλλήλων με ανάλογη εμπειρία δεν αποτελεί επιλογή για το ΕΣΥ λόγω των συνθηκών, συνεχίζουν (τουλάχιστον προς ώρας) να υπηρετούν το δημόσιο σύστημα υγείας. Επιπρόσθετα, τα μέλη ΕΔΙΠ (βιολόγοι, χημικοί, ιατροί κ.τ.λ.) σηκώνουν και δυσανάλογο ηθικό βάρος δεδομένου ότι δεν θέλουν να καταργηθούν οι εξετάσεις και έτσι οι ασθενείς να παραπέμπονται από τους γιατρούς των δημόσιων νοσοκομείων σε ιδιωτικά εργαστήρια.
Σε κάθε περίπτωση, όπως αναδείχτηκε και κατά την τελευταία συνάντηση του υπουργείου Υγείας με τους εκπροσώπους των νοσοκομειακών γιατρών τον Ιούλιο, στο επικουρικό (και όχι μόνιμο) προσωπικό θα στηρίζεται το ΕΣΥ και τη μεταμνημονιακή εποχή.
Παραδοχή από Ξανθό. Εκεί, ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός παραδέχτηκε – σύμφωνα με ανακοίνωση της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) – ότι οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις θα συνεχιστούν παρότι «είναι ανάγκη και όχι επιλογή», αφού «δυνατότητες μαζικών προσλήψεων δεν υπάρχουν». Σημείωσε δε ότι «οι ανάγκες είναι περισσότερες από τους πόρους που διατίθενται».
Τα στοιχεία που παραθέτει ο αντιπρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ), διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής στον Ευαγγελισμό, Ηλίας Σιώρας, αποτυπώνουν το μέγεθος της μαύρης τρύπας στα δημόσια νοσοκομεία.
Μέσα στο 2018 θα συνταξιοδοτηθούν 364 γιατροί σε νοσοκομεία όλης της Ελλάδας ενώ μέχρι τέλη Ιανουαρίου του 2019 εκατοντάδες επικουρικοί θα απολυθούν καθώς επίσης και εκατοντάδες γιατροί που έχουν προσληφθεί μέσω ΕΣΠΑ. Οι υπολογισμοί καταλήγουν σε περίπου 1.500 αποχωρήσεις – απολύσεις γιατρών.
«Υπό τα δεδομένα αυτά, η προκήρυξη 1.200 μόνιμων θέσεων – πλην ιατρών – αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό, πάραυτα η ανάγκη για νοσηλευτές και όχι μόνον παραμένει τεράστια. Εν τω μεταξύ, εντός του έτους αναμένεται και η προκήρυξη 700 θέσεων για μόνιμους γιατρούς, οι οποίοι εντούτοις θα τοποθετηθούν στα νοσοκομεία στην καλύτερη των περιπτώσεων στο τέλος του 2019 με ό,τι αυτό συνεπάγεται» καταλήγει ο Ηλίας Σιώρας.
Το πρόβλημα υποστελέχωσης εντείνεται και εξαιτίας της αδιαφορίας των αποφοίτων των Ιατρικών Σχολών της χώρας να κάνουν ειδικότητα στην Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τα κενά στον Ευαγγελισμό αγγίζουν τα 80, ενώ στο ΚΑΤ οι ακάλυπτες θέσεις φτάνουν τις 90. Υπό τα δεδομένα αυτά, κάθε άλλο παρά έκπληξη προκάλεσε η είδηση ότι η Παθολογική Κλινική του Νοσοκομείου Πρέβεζας ανάστειλε τη λειτουργία της έως τις 27 Ιουλίου, εν μέσω δηλαδή τουριστικής περιόδου.