«Οοπτιμισμός είναι το όπιο του λαού. Το υγιές πνεύμα βρωμάει βλακεία. Ζήτω ο Τρότσκι». Αυτά έγραφε αστειευόμενος στη φίλη του ο νεαρός Λούντβιχ Γιαχν, εκείνη όμως δεν εκτίμησε το αστείο, ούτε το κόμμα, από το οποίο τον διαγράφουν για να καταλήξει σε τάγμα ανεπιθυμήτων. Πρόκειται βέβαια για το γνωστό μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα που κυκλοφόρησε το 1967, εν μέσω της ανθοφορίας της Ανοιξης της Πράγας. Η εισβολή των σοβιετικών αρμάτων την επόμενη χρονιά έκανε το βιβλίο μια ηχηρή καταγγελία του σοσιαλιστικού μοντέλου.
Ανάμεσα στους πολλούς αναγνώστες του θα ήταν και κομμουνιστές της Δυτικής Ευρώπης, που θα το διάβαζαν με την ίδια αμηχανία που ζούσαν τo «παγκόσμιο ’68». Η Ιστορία έστηνε άλλη μια πανουργία της: όπως γράφει ο ιστορικός Φρανσουά Φιρέ, την ώρα που στη Δύση ο Μάης ανανέωνε την επαναστατική επαγγελία, η ΕΣΣΔ έμοιαζε λιγότερο ουτοπική από ποτέ. Κι ενώ ο παρισινός Μάης γλυκοκοίταζε, κάπως φαντασιακά, τον Μάο και την Πολιτιστική Επανάσταση, το βλέμμα που έστρεφε η Πράγα προς τη δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία ήταν πολύ πραγματικό. Η απόπειρα εκδημοκρατισμού στην Τσεχοσλοβακία είχε δημιουργήσει προσδοκίες στα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα: χώρα με παράδοση φιλελεύθερης δημοκρατίας, ανεπτυγμένη εργατική τάξη και διευρυμένα μεσαία στρώματα, πλούσια διανοητική ζωή, εγγύτερη στο δυτικό παράδειγμα απ’ ό,τι η Κούβα, η Κίνα, η Γιουγκοσλαβία. Το κυριότερο, η ανανέωση εκκινούσε από το εσωτερικό του κόμματος.
Στις 5 Απριλίου 1968, το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας παρουσίαζε το Πρόγραμμα Δράσης για το άνοιγμα της οικονομίας, την κατοχύρωση της ελευθερίας γνώμης, την επανεξέταση του σταλινικού παρελθόντος. Το ιταλικό ΚΚ εξαρχής στήριξε τους ανανεωτές του Ντούμπτσεκ. Σύντομα έκαναν το ίδιο οι βρετανοί, οι αυστριακοί, οι σουηδοί και οι φινλανδοί κομμουνιστές. Αρχές Μαΐου, ο γραμματέας του PCI Λουίτζι Λόνγκο δηλώνει από την Πράγα ότι το πείραμα της Τσεχοσλοβακίας «θα βοηθήσει τα ΚΚ των καπιταλιστικών χωρών στον αγώνα για τη δημιουργία μιας νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας, ανοιχτής και μοντέρνας». Ο Βαλντέκ Ροσέ του γαλλικού ΚΚ πετάει για τη Μόσχα προειδοποιώντας ότι τυχόν ένοπλη παρέμβαση θα ήταν απαράδεκτη. Από την Ισπανία, η Πασιονάρια και ο Σαντιάγο Καρίγιο διαμηνύουν στους Σοβιετικούς: «Αν επιτεθείτε στην Τσεχοσλοβακία, για πρώτη φορά στην Ιστορία των σχέσεών μας θα σας καταδικάσουμε δημόσια».
Η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία ήταν ένα κακόγουστο αστείο της Ιστορίας, που δεν διέψευδε μόνο τις προσδοκίες για μεταρρυθμισιμότητα του σοσιαλισμού στην Ανατολή αλλά και στένευε τα περιθώρια διαμόρφωσης ενός άλλου σοσιαλισμού στη Δύση. Στη Γαλλία, το PCF εκφράζει την αποδοκιμασία του για την «έξωθεν επέμβαση». Το ιταλικό PCI αξιώνει να γίνει σεβαστή η αυτονομία κάθε κόμματος και χώρας. Στη Nuestra Bandera, όργανο του ισπανικού PCE, ο Καρίγιο δηλώνει ότι «είμαστε στο ίδιο στρατόπεδο με την ΕΣΣΔ», όμως η παλιά «μονολιθική πειθαρχία» δεν υπάρχει πια. Στα καθ’ ημάς, μετά τη διάσπαση του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος το 1968, την ώρα που το ορθόδοξο ΚΚΕ καταγγέλλει τα «δεξιά αναθεωρητικά στοιχεία» στην Τσεχοσλοβακία, το Γραφείο Εσωτερικού ζητά την αποχώρηση των στρατευμάτων και η Εκτακτη Ολομέλεια του ΚΚΕ εσωτερικού δηλώνει πως παραβιάστηκε η αρχή ότι κάθε ΚΚ «αποτελεί την υπεύθυνη πολιτική ηγεσία της εργατικής τάξης της χώρας του».
Πέραν του ΚΚΕ, τα μόνα δυτικά ΚΚ που ενέκριναν την εισβολή ήταν της Πορτογαλίας, του Λουξεμβούργου, το ΑΚΕΛ και τα κόμματα – δορυφόροι της Δυτικής Γερμανίας. Το αυστριακό ΚΚ αρχικά τάχθηκε υπέρ μιας «ειρηνικής πολιτικής λύσης», ωστόσο σταδιακά επικράτησε η φιλοσοβιετική πτέρυγα, που αναγνώρισε την εισβολή σαν «πικρή αναγκαιότητα».
Οι κραδασμοί της Ανοιξης της Πράγας είχαν μακροπρόθεσμες συνέπειες. Μετά το τέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στην «εποχή των συνδιασκέψεων», οι ρήξεις με την Κίνα και τη Γιουγκοσλαβία ευνοούν την ατζέντα του Τολιάτι για «ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα». Στη συνδιάσκεψη της Μόσχας, το 1969, οι Ιταλοί προσέρχονται με τη θέση ότι μετά την Τσεχοσλοβακία δεν μπορεί να γίνεται ανεκτή η θεωρία της «μειωμένης κυριαρχίας» των επιμέρους κομμουνιστικών κομμάτων. Το ερώτημα δεν είναι αν ανήκουμε ή όχι στο στρατόπεδο του σοσιαλισμού, λέει ο Μπερλινγκουέρ, αλλά με ποιον τρόπο.
Το 1974, στη συνδιάσκεψη των δυτικοευρωπαϊκών ΚΚ στις Βρυξέλλες, Ιταλοί, Γάλλοι και Ισπανοί, μαζί με τους Γιουγκοσλάβους και τους Ρουμάνους, σχηματίζουν ένα μπλοκ που αρνείται την απροϋπόθετη στήριξη της Σοβιετικής Ενωσης. Η Συνδιάσκεψη του Ανατολικού Βερολίνου, το 1976, αποτελεί νίκη της ευρωκομμουνιστικής τάσης: ξεκαθαρίζεται ότι δεν υπάρχει ένα διεθνές κέντρο που να απειλεί τις επιμέρους αυτονομίες, έννοιες όπως η δικτατορία του προλεταριάτου υποβαθμίζονται, ενώ αναγνωρίζονται ως όχι πλέον «τυπικές» ή «αστικές» οι δημοκρατικές ελευθερίες. Η λενινιστική παράδοση ομοφωνίας στην Κομμουνιστική Διεθνή είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Οι αποκλίσεις ήταν πια βαθύτερες. Οταν οι Σοβιετικοί επιτίθενται στον Καρίγιο θεωρώντας «αντισοβιετικό» το βιβλίο του Ευρωκομμουνισμός και κράτος, το ισπανικό ΚΚ δηλώνει ότι «δεν υπόκειται στην πειθαρχία κανενός διεθνούς κέντρου». Ακόμη και το διστακτικό γαλλικό ΚΚ στηρίζει αντιφρονούντες, αναγνωρίζει την ύπαρξη των γκουλάγκ, ενώ ο Ζαν Ελενστάιν κωδικοποιεί τον σταλινισμό ως παραμόρφωση του σοσιαλισμού.
Ομως, η μόνιμη κατηγορία προς τον δυτικό κομμουνισμό, ότι παρά την αποστασιοποίηση συνέχιζε να λοξοκοιτάζει προς τα αυταρχικά σοβιετικά μοντέλα, ήταν ένας κόμπος που έπρεπε να λυθεί. Διόλου τυχαία, ο Ουμπέρτο Τσερόνι έγραφε στη Rinascita το 1968 ότι το τσέχικο δράμα μεγάλωνε την ψυχική απόσταση των ευρωπαίων κομμουνιστών από τη σοβιετική κατάσταση πραγμάτων και ότι ο πολυκομματισμός και οι δημοκρατικές ελευθερίες είναι όχι μόνο προς υπεράσπιση αλλά προς επέκταση. Η σύνδεση σοσιαλισμού και δημοκρατίας ήταν ένας κοινός ιδεολογικός τόπος που απείχε πλέον πολύ από τη σοβιετική ιστορική εμπειρία. Ας μην παραβλέπουμε ακόμη ότι παράγωγο αυτού του πολιτικού κλίματος ήταν η προσχώρηση των ευρωκομμουνιστών στο σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως ορίζοντα δημοκρατίας αλλά και διασφάλισης της δικής τους αυτονομίας.
Η Ανοιξη της Πράγας είχε σοβαρές συνέπειες για τους κομμουνιστές της Δύσης, οι οποίοι θα είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους, και θα αφηγούνταν ενδεχομένως στις παρέες, αστεία σαν αυτό, πραγματικό και όχι μυθιστορηματικό, που κυκλοφορούσε στις χώρες του ανατολικού σοσιαλισμού (Γ. Τσακνιάς, Η πίπα του Στάλιν και άλλα (αντι)σοβιετικά ανέκδοτα, Κίχλη, 2017):
–  Ποια είναι η πιο ουδέτερη χώρα στον κόσμο;
– Η Τσεχοσλοβακία: δεν παρεμβαίνει ούτε καν στα εσωτερικά της.
O Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός επιστήμονας και συγγραφέας του βιβλίου «Ευρωκομμουνισμός» (εκδ. Πόλις). Το παραπάνω κείμενο είναι μια συντομευμένη εκδοχή της παρέμβασής του στην εκδήλωση «1968: Η Ανοιξη της Πράγας», 4ος κύκλος εκδηλώσεων Λόγου, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος / Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, 20 Ιουνίου 2018