Πλέον ονειρεύομαι την ποίηση, λες και οι δυο θεμελιώδεις «εργασίες» του ονείρου – η συμπύκνωση και η μετάθεση – έχουν εγκαταλείψει το ασυνείδητό μου και εγκαταστάθηκαν διά παντός στη γλώσσα μου, κρυμμένες πίσω από τη μάσκα της μεταφοράς και της μετωνυμίας. Οπότε, τι πάει να πει ονειρεύομαι (στον ύπνο) αφού ονειρεύομαι (σ)τη ζωή; Αλλά είναι η ποίηση ζωή; Κυρίως τώρα (κατά το δεύτερο Αουσβιτς που διανύουμε), όπου η δυσκολία τού να γράφεις ποίηση σε οδηγεί στο περιθώριο της ζωής. Ονειρεύομαι λοιπόν, τη ζωή/ποίηση που γράφω, διότι η ζωή μου σαν όνειρο (και σαν εφιάλτης) έχει περάσει ολόκληρη στη γραφή, έτσι που, όταν ονειρεύομαι, να μη «ζω» το όνειρο αλλά το ποίημα.
Παλαιότερα, για να αποφύγω τη ρήξη ανάμεσα στη νύχτα και στη μέρα, όπως συνιστούσε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στον «Μονόδρομο», «εξανθράκωνα» τα όνειρά μου, συγκεντρώνοντάς τα σ’ έναν τόμο που εκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις Αγρα με τίτλο «Πρωτόκολλα ονείρων».
Θυμάμαι πως σχεδόν κάθε βράδυ σηκωνόμουν από τον ύπνο και σημείωνα συνθηματικά ό,τι ανασκεύαζα συνειδητά το πρωί (με άδειο στομάχι). Και ξέροντας πως τα όνειρα ανήκουν στο λογοτεχνικό εργοτάξιο, τα επεξεργαζόμουν μόλις, χωρίς τη λυρική προκατάληψη των ποιημάτων γιατί, ως φαίνεται, το ασυνείδητο είναι αγράμματο και αντιποιητικό.
Απέκαμα όμως – σαν να παρακολουθούσα από τον εξώστη κουραστικό φεστιβάλ κινηματογράφου – και αποφάσισα (αποφάσισαν τα όνειρα;) να ελέγξω, δημοσιεύοντάς τα, τον καταναγκασμό μου.
Και ενώ συμμερίζομαι τη γνώμη του Αντόρνο στα «Πρωτόκολλα» (εκδ. Αλεξάνδρεια) των δικών του ονείρων, πως με ορισμένες εμπειρίες ονείρων ο άνθρωπος βιώνει τον θάνατο ως κοσμική καταστροφή, δεν είμαι βέβαιος ότι βιώνει και τη ζωή του σαν όνειρο. Κι επειδή το όνειρο δεν νοιάζεται και πολύ για την κομψότητα των διατυπώσεων, στόχευσα στον «ομφαλό» του ονείρου, το αφαλόκοψα και το έκανα λογοτεχνία, πιστεύοντας ότι πράγματι ο κόσμος θα καταλήξει στο ωραίο βιβλίο που προσδοκά ο Μαλαρμέ.
Τώρα την «εξανθράκωση» των ονείρων την επιφυλάσσω για το σώμα μου ξέροντας πως δεν θα φέρω σε δύσκολη θέση κανέναν υπουργό Πολιτισμού αναγκάζοντάς τον να φάει στα μούτρα τη στάχτη μου, όπως είχε συμβεί με τη σποδό της Κάλλας που ο Δημήτρης Νιάνιας – μετά από επιθυμία της – τη σκόρπισε στον άνεμο του Αιγαίου. Αλλωστε, τα όνειρα που έβλεπα για τον εαυτό μου με έχουν διαψεύσει. Τα όνειρα που είδα, τόσο τα πτητικά όσο και τα ερωτικά, δεν πραγματοποιήθηκαν. Ούτε πέταξα ούτε μπόρεσα να αγαπήσω αληθινά. Κι ό,τι υψηπετές υποτίθεται πως έγραψα/έζησα δεν ανταποκρίθηκε ούτε στην αγάπη που δέχτηκα, ούτε στα ανοδικά ρεύματα που με έριξαν καταγής. Με μάτια υπερβολικά ανοιχτά ζω, λοιπόν, σαν τον ακίνητο τυφλό του Σεφέρη, που, επειδή περιμένει να ζωντανέψει κάποτε τα όνειρά του, κοιμάται διαρκώς.