Είναι γενική και – εκτός πολύ ειδικών εξαιρέσεων – περίπου απαράβατη αρχή: όταν ένας πρωθυπουργός αρχίζει να στηρίζει τις ελπίδες του σε ανασχηματισμούς, το τέλος είναι πια πολύ κοντά. Αρχή που εν προκειμένω βρίσκει απόλυτη εφαρμογή. Ουδείς ανασχηματισμός, όχι περιορισμένος και ισορροπητικός, αλλά ούτε και ριζικός, θα ήταν σε θέση να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη από την ίδια την πραγματικότητα μοίρα αυτής της κυβέρνησης που πνέει πλέον ανεπίστρεπτα, οριστικά τα λοίσθια. Σε τι πραγματικό μπορεί άραγε να απαντά ένας ανασχηματισμός στις σημερινές ειδικά συνθήκες, πέρα από μια περιορισμένης χρονικής διάρκειας μιντιακή συζήτηση που αναπόφευκτα προκαλούν η ονοματολογία και η συνακόλουθη δεδομένη γκρίνια; Τι μπορεί να σημαίνει επί της ουσίας ότι ο Α θα φύγει από τη θέση του και θα πάει στη θέση του Β, ή ότι ο Γ θα βγει από την εφεδρεία και θα μπει στην κυβέρνηση; Ολα αυτά έχουν κάποια σημασία σε εποχές που: πρώτον, υπάρχουν εργαλεία και δυνατότητες για την άσκηση πολιτικής, δεύτερον, υπάρχουν ισχυρές διαφορετικές απόψεις για την ίδια την άσκηση πολιτικής και, τρίτον, το κυριότερο, τα πράγματα πάνε γενικά καλά, οπότε μπορεί, με όλα αυτά μαζί, να ελπίζει κανείς ότι θα βελτιστοποιηθούν σε κάποιους τομείς.
Σήμερα, φυσικά, ουδέν από τα παραπάνω ισχύει. Το αντίθετο μάλιστα: η κατάσταση της χώρας είναι τραγική. Η «έξοδος» από τα Μνημόνια δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη μεταβολή οργάνωσης και λειτουργίας του μηχανισμού εποπτείας της ελληνικής πολιτικής και οικονομίας, η οποία σε τίποτα δεν επηρεάζει ούτε τις τεράστιες δεσμεύσεις της χώρας, ούτε την «ικανότητά» της να δανειστεί, που παραμένει στα τάρταρα, ούτε, φυσικά, επιτρέπει οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να φέρει κάποια κίνηση στην ελληνική οικονομία, η οποία εξακολουθεί και παραμένει ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Η Ελλάδα δεν διαθέτει και δεν θα διαθέτει και στο ορατό μέλλον εργαλεία άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής, όπως δεν διαθέτει και δεν θα διαθέτει και στο μέλλον πόρους για να πράξει το οτιδήποτε. Αντίθετα, θα είναι διαρκώς αντιμέτωπη με την παγιωμένη τραγωδία της υπερφορολόγησης, των απίστευτων πλεονασμάτων, του εξωπραγματικού χρέους, της εσωτερικής κατάρρευσης του κράτους που αδυνατεί πια να εκπληρώσει στοιχειωδώς πολλές από τις κύριες υποχρεώσεις του, της ανεργίας, της ερήμωσης που έχει επιφέρει η έξοδος πάνω από 400.000 νέων, κυρίως επιστημόνων, τα τελευταία χρόνια, για να αναζήτηση καλύτερης τύχης εκτός Ελλάδος – αυτά για να αναφερθούν απλώς τα βασικά. Σε όλα αυτά δεν μπορεί παρά να προστεθεί το δυσθεώρητο ιδιωτικό χρέος, το οποίο σχεδόν πάντοτε ξεχνιέται στις επίσημες αναφορές, όπως και η αδυναμία των πολιτών και των επιχειρήσεων να αποπληρώσουν πλέον το οτιδήποτε. Δεν μπορεί να ξεχαστεί η τρομερή κόπωση του ελληνικού λαού που δεν αντέχει άλλο.
Με όλα αυτά δεδομένα αποτελεί απλώς θλιβερό ευσεβή κυβερνητικό πόθο η ελπίδα ότι ο οποιοσδήποτε ανασχηματισμός μπορεί να επιτύχει το οτιδήποτε τόσο στην ίδια τη λειτουργία της κυβέρνησης και του κράτους όσο και στη ζωή των ανθρώπων. Είναι αστείο και να φαντάζεται κανείς ότι κάτι θα καταφέρει έτσι, ακόμα περισσότερο δε μετά την τραγωδία στο Μάτι. Δεν είναι χαζοί. Το ξέρουν. Απλώς, δεν έχουν τίποτα πια να κάνουν…