«Η ψυχή είναι διαρκώς παγιδευμένη μεταξύ του φωτός και του σκότους, της γης και του ουρανού, της ζωής και του θανάτου. Ο άνθρωπος αγωνίζεται να απελευθερωθεί αλλά η γεύση της ελευθερίας μπορεί να είναι τόσο πικρή όσο μπορεί να είναι γλυκιά. Ενα ερώτημα πλανάται στον νου μας: το παιδί μέσα μας θα γίνει άγγελος ή σατανάς; Ισως μάθουμε την απάντηση αν μπορέσουμε να ξαναγίνουμε παιδιά».
Είναι άραγε το παραπάνω απόσπασμα ένα απαύγασμα σοφίας από την επιστήμη της ψυχολογίας ή λόγια του αέρα που μόλις κατασκεύασα; Το ερώτημα είναι καίριο για όλους τους υποψήφιους φοιτητές ψυχολογίας αλλά και για όσους θα ήθελαν να χρησιμοποιούν την ψυχολογία στην καθημερινότητά τους. Η αλήθεια είναι ότι αν, δίπλα στο παραπάνω απόσπασμα, παραθέσω το όνομα ενός γνωστού ψυχαναλυτή, όπως του Καρλ Γιουνγκ ή του Ζίγκμουντ Φρόιντ, έχω πιθανότητες να υποδυθώ τον ψυχολόγο στο ευρύ κοινό. Οχι όμως μεταξύ των συναδέλφων μου επιστημόνων ψυχολόγων.
Ο λόγος δεν είναι ότι έχει απαξιωθεί πλήρως η ψυχανάλυση, αλλά κυρίως ότι η επιστημονική μέθοδος έχει προχωρήσει πολύ πέρα από την απλή διατύπωση φιλόδοξων ή κομψών θεωριών. Για παράδειγμα, η φροϊδική εξήγηση της ομοφυλοφιλίας ως αποτελέσματος της καθήλωσης του ατόμου στο φαλλικό στάδιο ή οι ψυχολογικές συνταγές μάθησης με βάση τους μαθησιακούς τύπους (ακουστικούς, οπτικούς κ.ο.κ.), φαντάζουν σωστές ακόμη και σήμερα.
Ωστόσο, η ψυχολογία δεν τις υποστηρίζει. Βλέπετε, η σύγχρονη ψυχολογία στηρίζεται στην εμπειρική, με την έννοια της προσβάσιμης μέσω των αισθήσεων, έρευνα. Αν μια θεωρία ή μια υπόθεση δεν στηρίζεται με εμπειρικά ερευνητικά ευρήματα, αργά ή γρήγορα εγκαταλείπεται.
Για να έχουμε όμως τέτοια ευρήματα, το πρώτο βήμα είναι να έχουμε κάποιου είδους μέτρηση. Προφανώς το φως στην ψυχή δεν μπορεί να μετρηθεί αλλά, για παράδειγμα, η ακαδημαϊκή επίδοση, ο σεξουαλικός προσανατολισμός ή ο φόβος μπορούν να μετρηθούν με διάφορους τρόπους, είτε απλούς, όπως είναι τα τεστ αξιολόγησης, οι κλίμακες αυτοαναφοράς και η παρατήρηση, είτε περίπλοκους, όπως είναι τα γαλβανόμετρα, οι ηλεκτροεγκεφαλογράφοι και οι μαγνητικοί τομογράφοι. Η όποια υπόθεση, λ.χ. η υπόθεση ότι ο φόβος που προκύπτει από τον ενδεχόμενο σχολικό εκφοβισμό ενάντια στους ομοφυλόφιλους μαθητές έχει επιπτώσεις στη σχολική επίδοσή τους, ελέγχεται με τη μέτρηση των σχετικών μεταβλητών και της στατιστικής επεξεργασίας των δεδομένων. Το βασικό σώμα της σύγχρονης επιστήμης της ψυχολογίας βασίζεται σε τέτοιες έρευνες και όχι σε όμορφες σκέψεις ή ωραία τσιτάτα, όσο διαισθητικά σωστά ή αισθητικά αρμονικά κι αν είναι.
Δυστυχώς, τόσο στον χώρο της ψυχολογίας όσο και στον όμορο χώρο των υπολοίπων κοινωνικών επιστημών, οι θέσεις που μονοπωλούν τη δημόσια συζήτηση συχνά περιορίζονται στη διατήρηση ενός όμορφου, λογικού, θα έλεγα λογοτεχνικού, ειρμού, και δεν διαθέτουν εμπειρική στήριξη. Πρόκειται για λόγια του αέρα, όπως αυτά που κατασκεύασα και παρέθεσα στην αρχή του κειμένου. Δεν έχει, μάλιστα, καμιά σημασία αν συνοδεύονται από λόγια του Μαρξ, του Φρόιντ, του Αριστοτέλη ή του Αϊνστάιν, αν δεν εδράζονται παράλληλα σε αξιόπιστες και έγκυρες εμπειρικές έρευνες. Αν θέλουμε πραγματικά να προσεγγίσουμε την αλήθεια σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα ή, με άλλα λόγια, να κατανοήσουμε την επιστημονική αλήθεια, πρέπει να πάψουμε να βλέπουμε αν κανείς «τα λέει ωραία» ή αν η προσωπική μας διαίσθηση συνάδει με τη διαίσθηση του αρθρογράφου και να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε: τι δείχνουν οι έρευνες;
Ο Αλέξης Αρβανίτης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής

Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης