Σαν σήμερα πριν από ακριβώς έναν μήνα, η χώρα έζησε μια ανείπωτη τραγωδία. Ενας οικισμός, παράδεισος επί Γης για τους κατοίκους του, εξαφανίστηκε από τον χάρτη, ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν, ηλικιωμένοι έχασαν γιους, κόρες και εγγόνια, παιδιά έχασαν γονείς. Η τραγωδία εκείνη όμως δεν τελείωσε εκείνη την ημέρα. Δεν τελείωσε ούτε ο θρήνος. Συνεχίζεται ανάμεσα στα αποκαΐδια με το βασικό ερώτημα – «Γιατί να χαθούν 96 ζωές;» – να παραμένει αναπάντητο και τις αδιαμφισβήτητες ευθύνες να αναζητούν τους ιδιοκτήτες τους.

Μια κυβέρνηση που θα είχε στην κορυφή της ατζέντας της την πρόνοια θα ήταν η πρώτη που θα μεριμνούσε όχι μόνο για την ανακούφιση των πληγέντων, αλλά και για να μην ξεχαστεί η τραγωδία τους. Το πρώτο της μέλημα θα ήταν να μη νιώσουν ότι έχουν ξεχαστεί οι ίδιοι, ότι έμειναν στον πόνο τους και στην τιτάνια προσπάθειά τους να χτίσουν τη ζωή τους από την αρχή χωρίς συμπαραστάτες, χωρίς να βρίσκεται το κράτος συνεχώς στο πλευρό τους και με μια κυβέρνηση που αδημονεί να σκεπαστούν τα πάντα από τη λήθη.

Σε αυτούς τους ανθρώπους, ανθρώπους που έχασαν οικείους και περιουσίες, ανθρώπους που στερήθηκαν τόσο βάναυσα τον παράδεισό τους, δεν αξίζει η λήθη. Η τραγωδία τους δεν είναι παρελθόν, είναι συνεχώς παρούσα στα μισοκαμένα σπίτια και τις αποθήκες όπου κοιμούνται, στη βραδύτητα με την οποία κινείται το κράτος για την ανακούφισή τους, στην απουσία της κυβέρνησης, στο αίσθημα εγκατάλειψης που προστίθεται στον πόνο. Οι συμπολίτες μας αυτοί δεν πρέπει να ξεχαστούν. Δεν πρέπει να αφεθούν στη μοίρα τους.