Σε επιφυλακή βρίσκονται οι υγειονομικές Αρχές εξαιτίας της δυναμικής πορείας του ιού του Δυτικού Νείλου. Τα νέα δεδομένα που φαίνεται να τους έχουν αιφνιδιάσει είναι ο αυξημένος αριθμός κρουσμάτων σε σχέση με τα προηγούμενα έτη αλλά και το γεγονός ότι η νόσος χτύπησε νωρίτερα εφέτος σε σχέση με το παρελθόν. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εξέδωσε τη Τρίτη σχετική ανακοίνωση, στην οποία εκφράζει έντονη ανησυχία για τον αυξημένο αριθμό κρουσμάτων στην Ευρώπη. Επιπλέον, αναφέρει ότι οι λοιμώξεις από τον ιό παρουσιάζουν έξαρση στη νότια και κεντρική Ευρώπη με αποτέλεσμα να καταγράφεται εφέτος ο μεγαλύτερος αριθμός περιστατικών κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας.
Είχε προηγηθεί η πρόσφατη έκθέση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), που είχε προειδοποιητικό χαρακτήρα. «Το 2018 και συγκεκριμένα έως τις 9 Αυγούστου, τα κράτη – μέλη της ΕΕ είχαν ανακοινώσει συνολικά 231 κρούσματα ενώ επιπλέον 104 εντοπίστηκαν σε γειτονικές χώρες. Σε διάστημα μόλις μία εβδομάδας, 154 νέα κρούσματα εκδηλώθηκαν στην ΕΕ και στις γειτονικές χώρες» αναφέρεται στην εισαγωγή.
Οι ειδικοί δε σημειώνουν ότι «τα δεδομένα επιτήρησης που συλλέχθηκαν μέσω της εποχικής παρακολούθησης υποδεικνύουν μεγαλύτερο αριθμό λοιμώξεων από τον ιό του Δυτικού Νείλου σε σύγκριση με την ίδια περίοδο των προηγούμενων ετών. Επιπλέον, αυτές οι περιπτώσεις αναφέρθηκαν νωρίτερα», αλλάζοντας έτσι το ημερολόγιο σχετικά με την έναρξη της περιόδου επικινδυνότητας. Ειδικότερα, ο ευρωπαϊκός συναγερμός ενεργοποιήθηκε όταν οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι συγκριτικά με τα καλοκαίρια του 2016 και του 2017 – χρονιές κατά τις οποίες τα πρώτα περιστατικά εντοπίστηκαν στα μέσα Ιουλίου -, εφέτος αναφέρθηκαν οι πρώτες λοιμώξεις από τον ιό του Δυτικού Νείλου πρόωρα και συγκεκριμένα από τα τέλη Ιουνίου.
Και καθώς ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνεται κάθε εβδομάδα με αμείωτο ρυθμό, οι ειδικοί του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) καταλήγουν ότι «τα δεδομένα αυτά πιθανόν να υποδηλώνουν υψηλό επίπεδο κυκλοφορίας του ιού στις πληγείσες περιοχές, γεγονός που ενδεχομένως να οδηγήσει στην εμφάνιση μεγάλου αριθμού περιστατικών κατά τους επόμενους μήνες».
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες όπου εντοπίζεται – σύμφωνα πάντα με τους επιστήμονες – έντονη δραστηριότητα του ιού του Δυτικού Νείλου, γεγονός που αποτυπώνεται και στη συνεχιζόμενη αύξηση των περιοχών που εισέρχονται σε κατάσταση καραντίνας έπειτα από εντοπισμό λοίμωξης.
Οπως προκύπτει από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων με έδρα το Μαρούσι, 39 δήμοι σε όλη τη χώρα έχουν χαρακτηριστεί «επηρεαζόμενες περιοχές από τον ιό του Δυτικού Νείλου». Σημειώνεται δε ότι συμπεριλήφθηκαν επιπλέον έξι σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα.
Σοβαρή… παρενέργεια της κυκλοφορίας του ιού του Δυτικού Νείλου ανά τη χώρα είναι ο αποκλεισμός από την αιμοδοσία όσων κατοικούν ή εργάζονται στις περιοχές όπου κυκλοφορεί ο ιός, γεγονός που περιορίζει το απόθεμα αίματος.
Οι ειδικοί παραδέχονται ότι οι κλιματικές συνθήκες – οι υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με τις έντονες βροχοπτώσεις – φαίνεται πως έχουν ευνοήσει τον πληθυσμό των κουνουπιών, ενώ έχουν ανέβει και οι τόνοι των επιστημόνων στη χώρα μας σχετικά με την απουσία αποτελεσματικών προληπτικών μέτρων.
Οπως σημειώνει ο καθηγητής Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημήτρης Κρεμαστινός, «η καταπολέμηση των προνυμφών με ψεκασμό στις εστίες ανάπτυξής τους είναι το σημαντικότερο μέτρο πρόληψης. Στην αντίθετη περίπτωση τα κουνούπια εμφανίζονται πιο δυνατά και πιο επικίνδυνα».
Ο ίδιος διαπιστώνει κενά, αφενός σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αντιμετώπισης των κουνουπιών στην Ελλάδα και αφετέρου στην ενημέρωση του πληθυσμού της χώρας. «Το ίδιο είχε συμβεί πρόπερσι και με την εποχική γρίπη. Οι υγειονομικές Αρχές αιφνιδιάστηκαν από την αύξηση των κρουσμάτων με αποτέλεσμα τα νοσηλευτικά ιδρύματα να μην έχουν προετοιμαστεί πλήρως για την περίθαλψη του αυξημένου αριθμού ασθενών. Κι αυτό συνέβη επειδή το υπουργείο Υγείας αντιμετωπίζει το θέμα της πρόληψης και της ενημέρωσης των πολιτών ως ζήτημα δευτερευούσης σημασίας».
Εντούτοις, ο ειδικός υπενθυμίζει ότι όλα τα προηγμένα κράτη δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην πρόληψη, καθώς αποτελεί βασικό όπλο προστασίας της δημόσιας υγείας. «Ο ιός του Δυτικού Νείλου δεν έχει – προς το παρόν τουλάχιστον – μεταλλαχθεί και δεν έχει υπάρξει ιδιαίτερα επιθετικός. Εχει, δηλαδή, χαμηλή τοξικότητα και προσβάλλει τους αδύναμους οργανισμούς όπως είναι οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια τελικού σταδίου, οι ανοσοκατεσταλμένοι και οι ηλικιωμένοι με επιβαρυμένη υγεία. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν έγινε ποτέ προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα εμβόλιο».
Υπενθυμίζεται ότι ο ιός του Δυτικού Νείλου μεταδίδεται κυρίως μέσω του τσιμπήματος μολυσμένων κοινών κουνουπιών. Η βασική δεξαμενή του ιού στη φύση είναι κυρίως τα άγρια πτηνά, από όπου μολύνονται τα κουνούπια, ενώ οι άνθρωποι δεν μεταδίδουν περαιτέρω τον ιό σε άλλα κουνούπια. Η πλειονότητα των ανθρώπων που μολύνονται με τον ιό είναι ασυμπτωματικοί, περίπου 20% εμφανίζουν ήπια συμπτώματα ιογενούς συνδρομής και λιγότεροι από 1% παρουσιάζουν σοβαρότερες εκδηλώσεις από το κεντρικό νευρικό σύστημα, κυρίως εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα, οξεία χαλαρή παράλυση.
Οι πιο σοβαρές εκδηλώσεις εμφανίζονται συνήθως σε ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς και γενικά άτομα με χρόνια υποκείμενα νοσήματα.