Ολα τα θυμήθηκε. Τα μέτρα λιτότητας, τη διαπλοκή και τη διαφθορά, τον κυνισμό και την ασυδοσία, τους μνηστήρες, τους τραπεζίτες, τους εκδοτικούς ομίλους και τις φασιστικές συμμορίες. «Δεν θα αφήσουμε τη λήθη να μας παρασύρει, δεν θα γίνουμε Λωτοφάγοι», βροντοφώναξε. Αλλά για τις φωτιές δεν είπε κουβέντα. Για τον Πρωθυπουργό της χώρας, η μεγαλύτερη εθνική καταστροφή των τελευταίων ετών είναι σαν να μη συνέβη ποτέ.
Ολα τα επιχειρήματα ήταν σαθρά. «Υπάρχουν όχι απλά ενδείξεις, αλλά στοιχεία σοβαρά που δείχνουν εγκληματική ενέργεια», έλεγαν στις 27 Ιουλίου Τζανακόπουλος και Τόσκας, παρουσιάζοντας δορυφορικές φωτογραφίες προς επίρρωση των ισχυρισμών τους. Οι εκτιμήσεις αυτές ήταν ανολοκλήρωτες, θα παραδεχόταν ο υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης όταν αποκαλύφθηκε ότι η φονική φωτιά ξεκίνησε από έναν ηλικιωμένο που πήγε να κάψει κλαδιά και κούτσουρα.
Ολες οι γραμμές άμυνας ήταν χάρτινες. Οι άνεμοι που φυσούσαν με 100 χιλιόμετρα την ώρα, η κλιματική αλλαγή, τα αυθαίρετα, η ανάλγητη Ευρώπη που επέβαλε περικοπές στα πυροσβεστικά μέσα, τα μέσα ενημέρωσης, το παλιό πολιτικό σύστημα. Ακόμη και ξένοι ειδικοί επιστρατεύτηκαν για να αποδειχθεί ότι η κυβέρνηση και οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Μπορούσαν. Και μια ζωή να σωζόταν χάρις σε έναν καλύτερο συντονισμό, μια αποτελεσματικότερη συνεργασία, μια ταχύτερη εκκένωση, θα ήταν κέρδος. Αυτό ακριβώς συνέβη, άλλωστε, σε έκτακτες καταστάσεις που ακολούθησαν.
Ολα ήταν ψέματα. Οτι δεν ήξεραν, ότι δεν προλάβαιναν, ότι δεν έφταιγαν. Η τεχνική έκθεση του πραγματογνώμονα είναι καταπέλτης. Και ήξεραν, και προλάβαιναν, και έφταιγαν. Σε διαφορετικά επίπεδα, βέβαια. Οι ευθύνες είναι ποινικές, πολιτικές και ηθικές. Κάποιοι υποτίμησαν, κάποιοι έσφαλαν, κάποιοι απουσίαζαν, κάποιοι αδιαφόρησαν. Οι ευθύνες, μ’ άλλα λόγια, έχουν ονοματεπώνυμο. Και θα αποδοθούν.
Και πάλι θα μπορούσε να βρει κανείς ελαφρυντικά. Στο κάτω κάτω, τα λάθη είναι ανθρώπινα. Αρκεί να κρατούσε η κυβέρνηση από την αρχή μια έντιμη, σεμνή και ειλικρινή στάση. Αρκεί να μην προσπαθούσε να ρίξει στάχτη στα μάτια με επικοινωνιακά σόου. Αρκεί μερικοί να υπέβαλλαν την παραίτησή τους χωρίς να περιμένουν τις διώξεις. Αρκεί να ακουγόταν μια ειλικρινής συγγνώμη, χωρίς προϋποθέσεις, «ναι μεν αλλά» και αστερίσκους.
«Σήμερα, στην πατρίδα μας ξημερώνει μια καινούργια μέρα. Αλλά πριν μιλήσω γι’ αυτό, πριν ευχαριστήσω τους έλληνες πολίτες για τις θυσίες τους και τους ευρωπαίους πολίτες για την αλληλεγγύη τους, θα ήθελα να σκύψω το κεφάλι μπροστά στα θύματα της πρόσφατης εθνικής καταστροφής. Σε αυτούς είναι τούτη την ώρα η σκέψη μου. Δεν θα τους ξεχάσω. Δεν θα παίξω πολιτικά παιχνίδια πάνω από τους τάφους τους. Δεν θα εγκαταλείψω τις οικογένειές τους. Και δεν θα προσπαθήσω να αποκρύψω την αλήθεια». Αν ξεκινούσε έτσι ο Πρωθυπουργός το διάγγελμά του, και απέφευγε στη συνέχεια τις προσβλητικές επιθέσεις και τις διχαστικές κορόνες, ίσως να υπήρχε ακόμη ελπίδα.