Το δίλημμα είναι σχεδόν σαιξπηρικό: να απαντήσει ή να μην απαντήσει κανείς στην πόλωση; Να γίνει ακραίος ή να μη γίνει; Να παρακολουθήσει την όξυνση ή να αφήσει τον άλλον να παροξύνεται μόνος του, να μαδουρίζει χωρίς ανταπόκριση; Το ερώτημα είναι σχεδόν υπαρξιακό: μπορεί η δημαγωγική εξαλλοσύνη να αντιμετωπιστεί με έναν λόγο μετριοπαθή, που απλώς θα υψώνει πού και πού τον τόνο της φωνής του; Ή η μετριοπαθής στάση απέναντι στην εξαλλοσύνη δείχνει ηττοπαθής στους ψηφοφόρους;
Είναι ένα δίλημμα με το οποίο θα έρθει αντιμέτωπη κυρίως η ΝΔ, λιγότερο το Κίνημα Αλλαγής και ενδεχομένως καθόλου το καταστατικά μετριοπαθές Ποτάμι. Και μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να μην είναι ακριβώς Αμλετ, αλλά με τον Αλέξη Τσίπρα να έχει βάλει τη σφραγίδα της στρατηγικής του στην Ιθάκη, ο πρόεδρος της ΝΔ δεν μπορεί να αφήσει το ερώτημα να αιωρείται ούτε να ψάχνει τις απαντήσεις μεταφυσικά.
Η αλήθεια είναι ότι τα φαντάσματα του παρελθόντος έχουν δώσει μια απάντηση. Το πολιτικό σύστημα έχει πολωθεί ξανά και ξανά, έχει φτάσει στα άκρα, τα άκρα των άκρων, σε αυτό το αδυσώπητο παιχνίδι εξουσίας που μασκαρευόταν πίσω από την εξωραϊσμένη εικόνα του «πολιτικού πάθους». Ο Τσίπρας δεν δοκιμάζει παρά εκείνη την παλιά συνταγή και με τα ίδια υλικά που είχαν οδηγήσει σε συγκρούσεις, εκτροπές, διχασμούς, εμφυλίους.
Η Ιθάκη δεν ήταν καβαφικό σύμβολο, ήταν απλώς η αρχή της αρχής. Για τον Μητσοτάκη πάλι το σαιξπηρικό δίλημμα μπορεί να αποδραματοποιηθεί και να μπει στο καλούπι εκείνου του στίχου που έβγαλε από τη ναφθαλίνη ο Ρόναλντ Ρέιγκαν σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα για να περιγράψει τις αμερικανορωσικές σχέσεις: το τάνγκο θέλει δυο.