Χθες το απόγευμα, την ώρα που το Ρέθυμνο ανακοίνωνε τη μεταγραφή του, ο  ίδιος Ανδρέας Γλυνιαδάκης ρέμβαζε στο πέλαγος από το κατάστρωμα του καραβιού με το οποίο ταξίδευε από τον Πειραιά προς τα Χανιά. Θα μπορούσε κάλλιστα στη διάρκεια του πλου να ακούει ή να λέει ο ίδιος ένα τραγούδι του Μανώλη Ρασούλη που ταιριάζει ταμάμ στην περίσταση… «Να ‘μαστε πάλι εδώ Αντρέα, οι δρόμοι τρέχουν χιαστί, σημείο χι κι εμείς παρέα και ας φύγαν χίλιοι δυο καιροί»!

Ιδού λοιπόν το δικό του νόστιμον ήμαρ όχι στην (πολυσυζητημένη τις τελευταίες ημέρες) Ιθάκη, αλλά στη γενέτειρα και πατρίδα του. Απλώς σε αντίθεση με τον Οδυσσέα, ο οποίος – σύμφωνα με τον μύθο του Ομήρου – όταν έφυγε από την Τροία περιπλανήθηκε για δέκα χρόνια, ο σαραντάπηχος (2,16 μ.) σφακιανός σέντερ καρτερούσε αυτή την επιστροφή πάνω από μία εικοσαετία!

«Υπήρξε τουλάχιστον άλλες δυο φορές ενδιαφέρον από το Ρέθυμνο, αλλά δεν ευοδώθηκε διότι τότε ήθελα να συνεχίσω την καριέρα μου στο εξωτερικό. Ομολογώ ότι ήθελα πολύ να γυρίσω και να ξαναπαίξω στην Κρήτη και πίστευα ότι κάποια στιγμή θα συμβεί, όπερ και εγένετο» είπε προς «TA NEA» ο Γλυνιαδάκης, ο οποίος σε τρεις μέρες κλείνει τα 37 χρόνια του, αλλά δεν διανοείται να εγκαταλείψει τις επάλξεις του.

Ποιος είναι ο Γλυνιαδάκης

Ο διεθνής σέντερ γεννήθηκε στις 26 Αυγούστου του 1981 στα  Χανιά, έλκοντας την εκ πατρός καταγωγή του από τα ηρωικά Σφακιά και την εκ μητρός από το Καστέλλι Κισσάμου. Ο Γλυνιαδάκης είναι συντοπίτης του καταγόμενου από τις Καλύβες, μεγαλομετόχου των Cretan Kings, Kωστή Ζομπανάκη και παίρνει τη σκυτάλη από τον προηγούμενο χανιώτη σέντερ που αγωνίσθηκε στον ΑΓΟΡ, τον συχωρεμένο (από τον Ιούλιο του 2008) Πέτρο Οικονομάκη.

«Ολα για κάποιον λόγο γίνονται. Για κάποιον καλό σκοπό…» το φιλοσοφεί ο Γλυνιαδάκης, ο οποίος μετά τα Λευκά Ορη θα αντικρίζει πλέον μπροστά του τον Ψηλορείτη. Ο χανιώτης σέντερ άρχισε την καριέρα του από τον τοπικό Κύδωνα – στον οποίο αργότερα μυήθηκε στο μπάσκετ και η αδελφή του Κατερίνα – και συστήθηκε ευρέως στην πιάτσα το 1997 όταν μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό.

Το Ρέθυμνο αποτελεί τον δέκατο ελληνικό και εικοστό συνολικά σταθμό του Γλυνιαδάκη, που δεν κρύβει ότι «νιώθω ευλογημένος για όλα όσα έχω ζήσει και απολαύσει στην καριέρα μου». Μετά τον Παναθηναϊκό και πριν από το Ρέθυμνο αγωνίστηκε στον Πανελλήνιο, στο Περιστέρι, στην ΑΕΚ (δύο φορές), στο Μαρούσι, στον Ολυμπιακό, στη Νέα Κηφισιά, στον ΠΑΟΚ και στην Κύμη.

Συν τοις άλλοις ο κοσμογυρισμένος σέντερ, ο οποίος επελέγη στο Νο 58 του ντραφτ του 2003 από τους Πίστονς, έχει αγωνισθεί στο ΝΒΑ με τους Σιάτλ Σουπερσόνικς τη σεζόν 2006-07 (δίπλα στον Ρέι Αλεν), στο NBDL (Ρόανοκ, Αλμπουκερκ) και σε επτά διαφορετικές ευρωπαϊκές ομάδες: στην ιταλική Βίρτους Μπολόνια, στην Αστανά του Καζακστάν, στη λιθουανική Λιέτουβος Ρίτας, στον ΑΠΟΕΛ Κύπρου, στην τουρκική Γκαζιαντέπ, στη ρουμανική Ροβινάρι και στην ελβετική Γενεύη.

Στο παλμαρέ του συμπεριλαμβάνονται δύο τίτλοι Ευρωλίγκας, 5 πρωταθλήματα και 2 Κύπελλα Ελλάδας, ένα πρωτάθλημα στην D-League, ένα στην Κύπρο, ένα νταμπλ στο Καζακστάν και δύο χάλκινα μετάλλια με τις εθνικές ομάδες Ανδρών (2009, Κατοβίτσε) και Εφήβων (1998, Βάρνα), ενώ ήταν επίσης παρών στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014.

Η αρχή και το άλμα

Ο χανιώτης σέντερ άρχισε την καριέρα του από τον τοπικό Κύδωνα – στον οποίο αργότερα μυήθηκε στο μπάσκετ και η αδελφή του Κατερίνα – και συστήθηκε ευρέως στην πιάτσα το 1997 όταν μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό.