Οπως επανειλημμένα είχαμε επισημάνει από τις σελίδες αυτές, ο πρόεδρος Ερντογάν θα επιχειρούσε μετά τις εκλογές του Ιουνίου επαναπροσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) ανεξάρτητα από την κατάσταση της οικονομίας της χώρας του. Η δεινή οικονομική κρίση κατέστησε την επιλογή αυτή, την αναθέρμανση δηλαδή της σχέσης Τουρκίας – ΕΕ μονόδρομο, ιδιαίτερα μετά και τη δραματική επιδείνωση των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Η Τουρκία εξαρτάται οικονομικά (εμπόριο, επενδύσεις, κ.λπ.) σε πάρα πολύ υψηλό βαθμό από την ΕΕ και η τελευταία είναι τελικά αυτή που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να βοηθήσει την Τουρκία να σταθεί οικονομικά στα πόδια της. Η απελευθέρωση των δύο ελλήνων στρατιωτικών εντάσσεται απολύτως στη λογική της επαναπροσέγγισης. Με τους δύο στρατιωτικούς κρατούμενους, δεν υπήρχε απολύτως καμιά προοπτική για τη βελτίωση των σχέσεων με βάση τις θέσεις που είχε υιοθετήσει η Ενωση (Επιτροπή, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) πάνω στο θέμα. Οθεν η απελευθέρωση. Βεβαίως, η επαναπροσέγγιση δεν σημαίνει ούτε συνεπάγεται επανεκκίνηση της διαπραγματευτικής διαδικασίας για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Οι πολιτικές προϋποθέσεις (δημοκρατία, κράτος δικαίου, ανθρώπινα δικαιώματα, κ.λπ.) απουσιάζουν για κάτι τέτοιο.
Αλλά υπάρχουν περιθώρια για την επαναπροσέγγιση στο πλαίσιο της Συμφωνίας Σύνδεσης (Συμφωνία Αγκυρας – 1963) σε τομείς όπως ο εκσυγχρονισμός της τελωνειακής ένωσης, οι ρυθμίσεις για το καθεστώς θεωρήσεων ή και ενεργοποίησης του Προγράμματος Μακροοικονομικής Βοήθειας (MFA) για τη στήριξη της τουρκικής οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Ενωση και χώρες – μέλη οι οποίες στο παρελθόν διέπραξαν σημαντικά λάθη στον χειρισμό των σχέσεων με την Τουρκία, οφείλουν να δείξουν τώρα «στρατηγική σκέψη». Να αξιοποιήσουν δηλαδή την ευκαιρία που διαφαίνεται για να «επανακλειδώσουν» την Τουρκία με την ΕΕ χωρίς να υποχωρήσουν από τις πάγιες θέσεις για την ανάγκη αποκατάστασης των δημοκρατικών αρχών. Αντίθετα, θα μπορούσαν να ασκήσουν τώρα ισχυρότερη πίεση προς την κατεύθυνση αυτή. Δεν μπορεί να λησμονείται ότι, όπως η Τουρκία χρειάζεται την Ενωση, στον ίδιο βαθμό χρειάζεται και η ΕΕ την Τουρκία και όχι απλά και μόνο λόγω του μεταναστευτικού – προσφυγικού ζητήματος, αλλά και για ευρύτερους γεωπολιτικούς και άλλους λόγους.
Από την πλευρά της, η Ελλάδα έχει ισχυρούς λόγους να στηρίξει τη διαδικασία της ευρωτουρκικής επαναπροσέγγισης (ιδιαίτερα τώρα που εξέλιπε ένας σοβαρός ανασταλτικός λόγος – η κράτηση των δύο αξιωματικών). Η διαδικασία όμως επαναπροσέγγισης, εάν και όταν ανοίξει, προσφέρει και μια σημαντική ευκαιρία για τη διαπραγμάτευση ενός «νέου επικαιροποιημένου Ελσίνκι» – ενός πακέτου ρυθμίσεων – δεσμεύσεων δηλαδή μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενωσης και Τουρκίας για τα επίμαχα ελληνοτουρκικά ζητήματα (Αιγαίο, Κύπρος, κ.λπ.) κατά το πρότυπο της συμφωνίας που έγινε το 1999 στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι επί πρωθυπουργίας Κ. Σημίτη. Η ευκαιρία αυτή δεν θα πρέπει να χαθεί. Μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί καταλλήλως.
Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS