Η σχέση αγάπης και μίσους μεταξύ Τύπου και πολιτικής εξουσίας δεν είναι κάτι καινούργιο. Αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της νεωτερικής κοινωνίας, αυτής που διαμορφώνει απόψεις και αντιλήψεις όχι με βάση θεοκρατούμενες πίστεις και αυταπόδεικτες γνώσεις, αλλά με βάση τη διαρκή αντιπαράθεση και διάλογο που μπορεί να αναπτυχθεί στην ελεύθερη και δημοκρατική δημόσια σφαίρα. Οι σχέσεις εξάρτησης, τριβής και εμπλοκής μεταξύ της πολιτικής και ενημερωτικής (και βέβαια οικονομικής) εξουσίας υπήρξαν μια αυτονόητη συνέπεια της αναγνώρισης από όλους ότι δεν υπάρχει και δεν πρέπει να υπάρχει ένα καθεστώς αναμφισβήτητης αλήθειας, όποιο και αν είναι αυτό.
Στην Ελλάδα βέβαια ιστορικά η σχέση ταύτισης μεταξύ πολιτικής και δημοσιογραφίας υπήρξε ο κανόνας για δεκαετίες (αφού ο εμπορικός Τύπος άργησε πολύ να κάνει την εμφάνισή του). Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 (βλ. σκάνδαλο Κοσκωτά) έχουμε τα πρώτα δείγματα αμφισβήτησης της ταύτισης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος με την παραταξιακή ενημέρωση. Η αποσύνδεση του Τύπου από στενά κομματικές και ιδεολογικές στοχεύσεις προσλήφθηκε ως μια ήττα του πολιτικού συστήματος απέναντι στο μιντιακό (και ιδίως τηλεοπτικό). Οι είσοδος νέων επιχειρηματικών συμφερόντων στον Τύπο θεωρήθηκε μάλλον μια εισβολή που διέλυσε τις παλιές ισορροπίες και που για περίπου 30 χρόνια στοχοποιείται αόριστα με τον όρο διαπλοκή. Οι χρόνιες αδυναμίες της δημοσιογραφίας, ο έντονα ιδεολογικός προσανατολισμός (συνήθως κεντροαριστερός) σημαντικού μέρους των δημοσιογράφων ανεξάρτητα ή σε σύμπλευση με τους ιδιοκτήτες των μέσων, θα κουκουλωθούν κάτω από υπόνοιες για – πραγματικές ή φανταστικές – σκοτεινές δοσοληψίες με το μεταπολιτευτικό κατεστημένο.
Οι συνθήκες της κρίσης αλλά και το ευνοϊκό κλίμα ανάπτυξης διεθνώς των νεολαϊκιστικών πολιτικών δυνάμεων (η περίπτωση Τραμπ είναι η πιο χαρακτηριστική) θα καταστήσουν την κριτική απέναντι στους τρόπους λειτουργίας των ΜΜΕ βασικό σχήμα πολιτικής καταγγελίας. Σε αυτό άλλωστε θα βοηθήσει η ραγδαία ανάπτυξη της διαδικτυακής ενημέρωσης και των social media, που με τρόπο εν πολλοίς αναπόδεικτο θα ορίσουν τον εαυτό τους σε επίπεδο περιεχομένου στον αντίποδα των παλιών μέσων. Οι θεωρίες συνωμοσίας της εθνικολαϊκιστικής ηγεμονίας θα αναγάγουν την υπάρχουσα φιλελεύθερη δημόσια σφαίρα σε βασικό πρόβλημα προς κρατικό παρεμβατισμό (βλ. τηλεοπτικές άδειες). Η δημοσιογραφία που δεν συμπλέει με τις απόψεις της ριζοσπαστικής αλήθειας θα θεωρηθεί πλήρως ελεγχόμενη από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα (ή μαφίες) και ξένες επιβουλές. Δεν θα θεωρηθεί ιδεολογικός αντίπαλος αλλά ηθικός ή εθνικός εχθρός.
Ο Τσόμσκι θα γίνει ευαγγέλιο της πολιτικής εξουσίας (όχι μόνο για τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τον Τραμπ) στην προσπάθειά της να καταδείξει τις προπαγανδιστικές δυνατότητες των ΜΜΕ εναντίον της. Ο αντιδημοσιογραφικός λόγος γίνεται όπλο των πιο αντιδραστικών, των πιο αντιφιλελεύθερων και εν τέλει αντιδημοκρατικών δυνάμεων, που όταν δεν αρέσκονται στον τρόπο κάλυψης των ειδήσεων εφευρίσκουν τον όρο των fake news. Από την άποψη ότι την κρίση την έφερε το Μνημόνιο, μέχρι εκείνη ότι το Μνημόνιο το πήρε ο αγέρας της Ιθάκης.
Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι επίκουρος καθηγητής ΑΠΘ, υπεύθυνος ερευνητικών εργασιών