Θα μπορούσε να το δει κανείς κι αυτό ως σύμπτωμα της κρίσης: εφημερίδες να κάνουν ξανά και ξανά πρώτο θέμα άλλες εφημερίδες. Ή, για να είναι κανείς πιο ακριβής, εφημερίδες που υπηρετούν πιστά την εξουσία να θεωρούν ότι ανάμεσα στα καθήκοντά τους είναι να επιτίθενται ξανά και ξανά σε εφημερίδες που ελέγχουν την εξουσία.
Θα μπορούσε να το δει και ως ενδοδημοσιογραφικό πόλεμο – έστω και μονομερή. Αλλά δεν είναι ούτε πρόβλημα της κρίσης ούτε πρόβλημα δημοσιογραφίας. Είναι πρόβλημα δημοκρατίας. Είναι η δυσανεξία απέναντι στην αντίθετη άποψη, είναι η συστράτευση απέναντι στο διχαστικό «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν» όπου ανάμεσα σε εκείνους που πρέπει να «τελειώσουν» είναι και τα μη φιλικά μέσα ενημέρωσης. Είναι ακόμη μια καθεστωτική αντίληψη που λέει ότι η διαφωνία, η άλλη άποψη, ο έλεγχος, η διαφορετική προσέγγιση στα πράγματα, ό,τι τέλος πάντων συνιστά διάλογο σε μια δημοκρατία, δεν είναι ποτέ καθαρό, δεν είναι ποτέ αθώο: προέρχεται από ξένα κέντρα, σκοτεινά συμφέροντα, ολιγάρχες που έχουν στόχο την αποσταθεροποίηση του καθεστώτος.
Ποια είναι αυτά τα κέντρα, ποιοι είναι αυτοί οι ολιγάρχες; Στην Ουγγαρία του Ορμπαν είναι ο Τζορτζ Σόρος και οι μιντιάρχες που δεν είναι φιλικοί προς την κυβέρνησή του, στη Ρωσία του Πούτιν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, στην Τουρκία του Ερντογάν όλα τα παραπάνω μαζί. Η Ελλάδα είναι μακριά από αυτά τα υποδείγματα. Ή, για μια εξουσία που πόζαρε σε κυβερνητικό αεροσκάφος κρατώντας αυτή την εφημερίδα σαν λάφυρο, μπορεί να μην είναι και τόσο. Μπορεί να είναι και δίπλα.