Είναι η περίοδος (1400-1200 π.Χ.) που οι Μυκηναίοι κυριαρχούν στην Κρήτη και εισάγουν μια διοικητική οργάνωση παρόμοια με αυτή της μυκηναϊκής Ελλάδας. Η εξουσία μάλιστα ασκείται από πολλούς άρχοντες, που κατοικούσαν μάλλον σε αγροτικές επαύλεις και ήλεγχαν μικρότερες γεωγραφικές περιοχές. Οι κάτοικοι επιλέγουν πλέον φυσικά οχυρωμένες περιοχές, γεγονός που δείχνει την έλλειψη ασφάλειας και την αποδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας. Σ’ αυτή την περίοδο, λοιπόν, χρονολογείται, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, ο ασύλητος θαλαμοειδής τάφος που ανασκάφηκε στη θέση Ρουσσές, περίπου 800 μέτρα βορειοανατολικά του χωριού Κεντρί Ιεράπετρας, από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Λασιθίου. Το εσωτερικό του λάκκου (διαμέτρου 1,20 μέτρων και βάθους μεγαλύτερου των 2,5 μέτρων) χωριζόταν σε τρεις λαξευμένες κόγχες. Στη νοτιότερη βρέθηκε μια ακέραιη κιβωτιόσχημη λάρνακα με το κάλυμμα στη θέση του. Στο εσωτερικό της υπήρχε ο πολύ καλά σωζόμενος σκελετός ενός ενηλίκου σε έντονα συνεσταλμένη στάση. Στον χώρο μπροστά από τη λάρνακα βρέθηκαν 14 ψευδόστομοι αμφορείς, ένας αμφοροειδής κρατήρας με συμφυές υποστατό και ένα κύπελλο. Στη βορειότερη κόγχη βρέθηκε ακέραιη αλλά θραυσμένη λουτηροειδής λάρνακα χωρίς πώμα και στο εσωτερικό της ο διαβρωμένος σκελετός ενηλίκου. Στην περιοχή μπροστά από τη λάρνακα βρέθηκαν 6 μικροί ψευδόστομοι αμφορείς και δύο προχοΐδια.
Με βάση την κεραμική τυπολογία λοιπόν ο τάφος μπορεί να χρονολογηθεί στην Υστερομινωική ΙΙΙΑ2-Β περίοδο, περίπου από το 1400 έως το 1200 π.Χ. Οι στενές σχέσεις της Κρήτης με τον ελλαδικό χώρο εκείνο το διάστημα εξομοιώνουν την κρητική κεραμική με τη μυκηναϊκή, ενώ παράλληλα διακρίνονται και προϊόντα κρητικών εργαστηρίων με τοπικά χαρακτηριστικά. Τα σχήματα που επικρατούν είναι οι γνωστές και από την ηπειρωτική Ελλάδα μυκηναϊκές κύλικες, τα κύπελλα, οι σκύφοι, οι κρατήρες. Οι ψευδόστομοι αμφορείς που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά υγρών προϊόντων εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων και οι μεγαλύτεροι από αυτούς αναγράφουν μερικές φορές διάφορους χαρακτηρισμούς του περιεχομένου τους σε Γραμμική Β γραφή. Τέτοιοι κρητικοί ενεπίγραφοι αμφορείς βρέθηκαν και σε μυκηναϊκά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Τη διαπίστωση πως ο τάφος της Ιεράπετρας είναι σημαντικό εύρημα έκαναν η προϊσταμένη της Εφορείας Χρύσα Σοφιανού και ο καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννης Παπαδάτας, ενώ στην ανασκαφή συμμετείχαν 15 φοιτητές διαφόρων σχολών Αρχαιολογίας. Σύμφωνα με τη Χρύσα Σοφιανού, η οποία μίλησε στο neakriti.gr, ο τάφος «δεν μας παραπέμπει σε ταφή κάποιου άρχοντα της περιόδου… αλλά σε τάφο ενός κοινού θνητού».
ΤΥΧΑΙΟ ΓΕΓΟΝΟΣ. Ενδιαφέρον για τους ντόπιους είχε και ο τρόπος εντοπισμού του τάφου, καθώς σύμφωνα με κρητικές εφημερίδες, η υπόδειξη στην Εφορεία Αρχαιοτήτων έγινε από αγρότη της περιοχής, ο οποίος επιχείρησε να παρκάρει το όχημά του, αλλά το έδαφος υποχώρησε αναδεικνύοντας τον αρχαιολογικό πλούτο. «Η υποχώρηση του εδάφους ήταν αποτέλεσμα του ποτίσματος των ελαιοδένδρων που υπάρχουν στην περιοχή, καθώς και από μία αρδευτική σωλήνα που έσπασε. Το έδαφος είχε υποχωρήσει μερικώς κι όταν ο αγρότης προσπάθησε να παρκάρει στη σκιά της ελιάς, τότε υποχώρησε εντελώς» επισήμανε ο αντιδήμαρχος Τοπικών Κοινοτήτων, Αγροτικών και Τουρισμού Ιεράπετρας Αργύρης Πανταζής.
Το τέλος της Υστερομινωικής περιόδου ταυτίζεται με τις περίφημες θεωρίες για την τελική καταστροφή της Κρήτης περίπου το 1450 π.Χ., όταν τα παλάτια κατέρρευσαν ή κάηκαν και οι μικρότεροι οικισμοί ερημώθηκαν. Η επικρατέστερη από αυτές εντοπίζει ως αιτία την ισχυρή έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης.