Χάιντν, Μπετόβεν, Μπραμς: Βασιλική Ορχήστρα Κονσερτγκεμπάου, Αμστερνταμ, Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου, διευθυντής ορχήστρας Εντουαρντ βαν Μπάινουμ, Australian Eloquence, 2cd

Περιλαμβάνοντας και ορισμένες ηχογραφήσεις σε πρώτη διεθνή κυκλοφορία, οι ερμηνείες αυτές του Βαν Μπάινουμ σε έργα των Χάιντν, Μπετόβεν και Μπραμς αποτελούν «διαμάντια» των τελευταίων ετών της δεκαετίας του ’40 (στο Λονδίνο) και των πρώτων εκείνης του ’50 (στο Αμστερνταμ). Πέρα από τη μοναδική ποιότητα του ήχου που παρήγαγε με την ορχήστρα του – και με κάθε άλλη που δούλεψε -, ερμηνευτικά, ο μετέπειτα διευθυντής της Κονσερτγκεμπάου του Αμστερνταμ βρισκόταν πραγματικά μπροστά από την εποχή του. Οι αναγνώσεις του δεν φέρουν τα «σημάδια» που άφησε για πολλές δεκαετίες στους κλασικούς η επίστρωση από την επιρροή του γερμανικού μεταρομαντισμού. Αντιθέτως, έχουν πολύ μεγαλύτερη εγγύτητα με το σήμερα, με το επιπλέον πλεονέκτημα της έντονης πνευματικότητας που διαπερνούσε τις περισσότερες σημαντικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις του πρώιμου μεταπολεμικού κόσμου. Ειδικά στον Χάιντν, αλλά όχι μόνον, ο ακροατής θα δυσκολευτεί να πιστέψει πόσα χρόνια μάς χωρίζουν από αυτή την προσέγγιση, η οποία παραμένει δομικά και αισθητικά μαγευτική και αξεπέραστη. Η νέα επεξεργασία του ήχου για αυτή την έκδοση προσφέρει τη βέλτιστη δυνατή ηχητική της απόδοση και φωτίζει αυτές τις ηχογραφήσεις καλύτερα από ποτέ. Είναι ένα κλασικό παράδειγμα όχι μόνον σημαντικών ερμηνειών κεντρικών έργων του ρεπερτορίου, αλλά και υπομνήσεων του επιπέδου μιας εποχής που, παρά τα τεράστια γενικά της προβλήματα, απέδωσε τα μέγιστα στην τέχνη. Στον Βαν Μπάινουμ δεν ακούς μόνον τα έργα και τις ερμηνείες τους: αντιλαμβάνεσαι και το ήθος και τους προσανατολισμούς μιας ολόκληρης εποχής.

Μπραμς: Τρίτη Συμφωνία, Ραψωδία για άλτο, Oυγγρικοί χοροί, Eξι τραγούδια του Σούμπερτ, Σουηδική Ορχήστρα Δωματίου, διευθυντής ορχήστρας Τόμας Ντάουσγκαργκ, άλτο Αννα Λάρσον, BIS, sacd

Στον αντίποδα των προηγούμενων ηχογραφήσεων, εδώ η συνέχεια ενός από τους πιο ενδιαφέροντες κύκλους Μπραμς της δικής μας εποχής. Ο κύκλος βρίσκεται σε εξέλιξη με μόνον την Τέταρτη και τελευταία συμφωνία του συνθέτη να μην έχει ακόμα ηχογραφηθεί. Οπως και με τις δύο προηγούμενες, έτσι και τώρα, ο Ντάουσγκαργκ πετυχαίνει αυτό που κατάφερε πριν από λίγα χρόνια και στον κύκλο Μπετόβεν του: εισφέρει κάτι που είναι ταυτόχρονα πραγματικά νέο και αληθινά τίμιο. Χωρίς «εξυπνάδες» και «πυροτεχνήματα», πρόκειται για εξαιρετικά εμβριθείς και στέρεες αναγνώσεις με μία ορχήστρα της οποίας η επαφή με τον μαέστρο είναι εντυπωσιακά ορατή ηχητικά – ήδη άλλωστε διανύουν το 21ο έτος της κοινής τους πορείας. Ενας Μπραμς ουσιώδης και, αν μπορεί να ειπωθεί, που «αναπνέει» όσο λίγοι, ειδικά των ημερών μας. Μία απόδειξη ότι το να χωρίζει κανείς τις εποχές της ερμηνευτικής σε «καλές παλιές» και «λιγότερο καλές σύγχρονες», όπως πολύ συχνά γίνεται, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία αβαθής και ανούσια λαγνεία του παρελθόντος. Η απόλαυση που προσφέρει αυτή η ηχογράφηση δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει οποιαδήποτε άλλη, όποιας περιόδου.

Μπετόβεν: Τρίο για πιάνο, βιολί και τσέλο, έργο αρ. 1. Τρίο Γκόγια, CHANDOS, 2 cd

Τα ίδια ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και εδώ: έχουμε πολύ καιρό να ακούσουμε τέτοια τρίο του Μπετόβεν για πιάνο – εν προκειμένω παιγμένα με φορτεπιάνο. Ισως από την εποχή που ηχογράφησε τα έργα το θρυλικό Τρίο Στερν – Ροζ – Ιστόμιν. Δύναμη, δυναμικές, έλεγχος, ανάλυση, δομή, ήχος, όλα ενυπάρχουν στον υπερθετικό βαθμό και σε τέτοια μεταξύ τους ισορροπία. Τα έργα αρ. 1 ακούγονται και τα τρία το ένα μετά το άλλο κυριολεκτικά απνευστί. Οποιος έχει την επιθυμία να έρθει σε επαφή με αυτά τα αριστουργήματα της συγκλονιστικής πρώιμης εποχής του σημαντικότερου ίσως συνθέτη στην ιστορία της μουσικής, δεν θα βρει πιο κατάλληλο όχημα για να τα προσεγγίσει.