Ο πολεοδόμος – αρχιτέκτονας Κωνσταντίνος Δοξιάδης, τον Ιανουάριο του 1970, δέκα χρόνια μετά την έναρξη του ερευνητικού του έργου για την Πόλη του Μέλλοντος, δίνει μία ομιλία, με τίτλο «Χτίζοντας το μέλλον», όπου παρουσιάζει την πρότασή του για το οικιστικό πρόβλημα. Ο οραματιστής πολεοδόμος εξηγεί πως η λύση είναι η «Οικουμενόπολις ως το αντίστοιχο φυσικό περιβάλλον του Ανθρώπου – επιστήμονα και τεχνικού του 21ου αιώνα».
«Αν συνεχίσουμε να χτίζουμε τις πόλεις με τις ροπές που βλέπουμε σήμερα, η Οικουμενόπολη θα είναι μία πόλη που θα οδηγεί στην καταστροφή. Ηρθε ο καιρός να πάρουμε τις ευθύνες μας και να δουλέψουμε για κάτι που πήρε την κατεύθυνσή του και πρέπει να γίνει. Η πραγματική μας πρόσκληση είναι να γίνει η οικουμενόπολη ανθρώπινα και σωστά, έτσι ώστε ο άνθρωπος που χάνει τις αξίες του σήμερα, να τις ξαναβρεί… Αυτήν την προσπάθεια κάνουμε τώρα, να δημιουργήσουμε τη γνώση για τους ανθρώπινους οικισμούς, τη συστηματική εκείνη γνώση που διαμορφώνεται πρώτα σε κλάδο οργανωμένο και μετά σε επιστήμη που ονομάζουμε Οικιστική. Η οικιστική γνώση πρέπει να οδηγήσει στη δημιουργία των λύσεων του μέλλοντος.
Πώς μπορούμε να φτιάσουμε μία οικουμενόπολη: δεν μας νοιάζει πόσο μεγάλη θα είναι, αλλά πόσο μακριά θα είμαστε από την εξοχή. Η φύση πρέπει να γίνει ένα κολοσσιαίο δίκτυο που θα μπει μέσα σε όλα τα κομμάτια της οικουμενόπολης και θα εισδύσει βαθιά, έτσι ώστε να πλησιάσει το κάθε σημείο που ζούμε. Αυτό χρειαζόμαστε. Δεν μας φοβίζει το μέγεθος της πόλης όταν θα μπορούμε να ελέγχουμε τον αέρα να είναι καθαρός. Ελεγχος των πηγών της μόλυνσης είναι που μας ενδιαφέρει, έλεγχος των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και των τύπων των αυτοκινήτων που κινούνται πάνω στους δρόμους. Αν το καταφέρουμε στη μεγάλη πόλη, θα έχουμε πιο καθαρό αέρα από ό,τι στη μικρή, όπου δεν θα έχουμε καταφέρει τον έλεγχο…
Μία σοβαρή μελέτη των πόλεων του παρελθόντος μάς δείχνει πως δεν ξεπερνούσαν ποτέ τα 2 χιλιόμετρα σε μήκος και δεν ξεπερνούσαν τους 50.000 ανθρώπους. Ηταν πόλεις επιτυχημένες. Οι άλλες που ξεπέρασαν αυτά τα μεγέθη ζήσανε για λίγα χρόνια και όταν τα ξεπέρασαν πολύ ήταν μόνο πρωτεύουσες μεγάλων αυτοκρατοριών που δεν μπόρεσαν να ζήσουν πολλά χρόνια σε μεγάλα μεγέθη και πολλές φορές οδήγησαν στην αναρχία, όπως στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη…
Ετσι φθάνουμε στο φαινομενικά περίεργο συμπέρασμα να υποστηρίζουμε από τη μία μεριά το αναπόφευκτο της μεγάλης οικουμενόπολης και την απόλυτη ανάγκη της ζωής στη μικρή πόλη. Τέτοιοι συλλογισμοί στην πραγματικότητα οδηγούν στην οργάνωση της μεγάλης εξω-ανθρώπινης πόλης σε μεγέθη με μικρές μονάδες. Αυτοί οι συλλογισμοί μάς οδηγούν στη διαμόρφωση των μεγάλων πόλεων που αποτελούνται από μικρές, των μεγάλων πόλεων, όπου τα δίκτυα είναι υπόγεια και στην επιφάνεια βρίσκεται μόνον ο άνθρωπος με όλα τα στοιχεία που τον ευχαριστούν και συνδέονται με την κλίμακά του, της ταχύτητάς του, της ικανότητάς του να αντιληφθεί αισθητικά φαινόμενα, της διάθεσής του να ζήσει σε ένα καθαρό και ανθρώπινο περιβάλλον.
Ετσι φθάνουμε στο συμπέρασμα της οικουμενόπολης που αποτελείται από κύτταρα 30.000 έως 50.000 κατοίκων…
Ετσι σιγά σιγά ξεκινώντας από τη θεώρηση της κρίσης και των λύσεων της φυγής οδηγούμεθα στη λύση της σύνθεσης που μας επιτρέπει να δούμε ρεαλιστικά το μέλλον των οικισμών και να τους χτίσουμε με έναν τρόπο που να μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει ευτυχέστερος συνδυάζοντας όλα τα υπέρ των παλιών μικρών πόλεων που ήταν αναμφιβόλως πολύ σημαντικές για την ανθρώπινη κλίμακα και τη ζωή μας στη μικροκλίμακα με όλα τα προτερήματα των μεγάλων πόλεων που αυτές μονάχα αυξάνουν την ελευθερία μας και τις δυνατότητες για ανάπτυξη. Η λύση για σύνθεση απαιτεί να συνθέσουμε τα καλά του παρελθόντος της ανθρώπινης κλίμακας με τα καλά του παρόντος, τη δημιουργία των μεγίστων δυνατοτήτων που δεν θα περιορίζεται από τάξεις, φυλές, θρησκείες και επαγγέλματα, όπως συνέβη σε όλους τους πολιτισμούς που θαυμάζουμε στο παρελθόν. Πολιτισμούς που ήταν πολύ καλύτεροι από τις περιοχές που δεν είχαν εκπολιτισθεί, μα που οδηγούσαν πάντοτε σε οφέλη για τον μέγιστο δυνατό αριθμό κατοίκων».