Τις προάλλες, οι «New York Times» κρέμασαν στο μανταλάκι τον Μάικλ Κόεν και τον Πολ Μάναφορτ, δικηγόρο και κομματάρχη του Ντόναλντ Τραμπ, αντιστοίχως. Και οι δυο είχαν προηγουμένως καταδικαστεί για κατηγορίες, τις οποίες ο αμερικανός πρόεδρος αντιπαρερχόταν. Κατηγορούσε, μάλιστα, τα ΜΜΕ που τον επέκριναν για διασπορά fake news.
Με ορμή όμοια με του Τραμπ και με την ίδια διάθεση κατεδάφισης του ανεξάρτητου Τύπου, επιτίθεται συχνά και η αλλεργική στον πλουραλισμό ελληνική κυβέρνηση. Οι εφημερίδες που της ασκούν κριτική είναι διαπλεκόμενες και οι δημοσιογράφοι που σχολιάζουν είναι, προφανώς, στην υπηρεσία των κακών ανθρώπων που εκδίδουν τις εφημερίδες. Πληρωμένοι κονδυλοφόροι.
Τις κατηγορίες αυτές εσχάτως έχουν αρχίσει να τις διατυπώνουν, υπαινικτικά ή και ρητά, συντάκτες σε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ. Γραφιάδες που συμμερίζονται τους μύχιους πόθους των καλών ανθρώπων της κυβέρνησης και του συστήματος ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Τι ζητούν από τις κριτικές φωνές του Τύπου; Να σιωπήσουν. Τι θα συμβεί αν δεν; Θα τους συνοδεύει η κατηγορία ότι εξυπηρετούν συμφέροντα, ότι είναι αθύρματα της διαπλοκής. Και, ασφαλώς, ότι είναι εξωνημένοι δεξιοί.
Οι επιθέσεις κατά του Τύπου είναι λυσσώδεις και επαναλαμβανόμενες. Από τα ίδια πρόσωπα και τα ίδια ΜΜΕ που κατηγορούσαν ως μνημονιακούς και γερμανοτσολιάδες όσους δεν είχαν τσιμπήσει τις ψευδείς υποσχέσεις του εθνικολαϊκισμού, επαναλαμβάνεται η ίδια συνταγή.
Αν ασκήσεις κριτική στη διακυβέρνηση, στα ψεύδη, στο κόστος της, στο Μνημόνιο και τις επιπτώσεις του, στα capital controls, είσαι διαπλεκόμενος. Αν μιλήσεις για τις κυβερνητικές ευθύνες στο Μάτι είσαι υποχείριος συμφερόντων. Αν περιγράψεις την εχθροπάθεια που υποκίνησε, ακόμα μια φορά, με το μήνυμά του στην Ιθάκη ο Τσίπρας είσαι εγκάθετος.
Ποτέ άλλοτε κυβέρνηση δεν ήταν τόσο αλλεργική στην πολιτική κριτική διά του Τύπου. Ποτέ άλλοτε κυβέρνηση δεν καταφέρθηκε εναντίον της ελευθερίας του λόγου με τόσο μένος και με τόση επιμονή.
Κι όμως. Η ελευθερία του λόγου είναι το θεμέλιο της δημοκρατίας. Ο πρόσφατα τεθνεώς καθηγητής Σταύρος Τσακυράκης, τη δράση του οποίου εξήραν ιδιαιτέρως στον ΣΥΡΙΖΑ, στην τελευταία συνέντευξή του (στον Γιώργο Καμίνη και σε μένα, για την επιθεώρηση «The Books’ Journal») ήταν απολύτως ξεκάθαρος:
«Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου είναι θεμελιώδες επειδή είναι το μόνο δικαίωμα που άπτεται της δημοκρατίας. Χωρίς ελευθερία του λόγου δεν υπάρχει δημοκρατία και, επίσης, χωρίς ελευθερία του λόγου δεν υπάρχει ατομική ολοκλήρωση».
Πιστεύει, όντως, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη δημοκρατία; Πιστεύει όντως στην ατομική ολοκλήρωση; Απόδειξη.