Αχαρτογράφητο παραμένει το αποτύπωμα της ρύπανσης που έχει προκαλέσει η φονική πυρκαγιά στο Μάτι, με τους επιστήμονες να εκφράζουν έντονο προβληματισμό σχετικά με τις πιθανές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Και παρά τις προειδοποιήσεις της ιατρικής κοινότητας για την ανάγκη άμεσων μετρήσεων ρύπων σε αέρα, ύδατα και έδαφος, οι απαντήσεις δίδονται με το σταγονόμετρο «δηλητηριάζοντας» ακόμη περισσότερο το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.
Μοιραία, η ακαδημαϊκή κοινότητα (με δική της πρωτοβουλία και κάνοντας χρήση, προς το παρόν, ευρωπαϊκών πόρων) ανέλαβε την πρωτοβς ουλία να δράσει, καθώς ο προβληματισμός για την επιμόλυνση του περιβάλλοντος και τις επιπτώσεις της στην υγεία των κατοίκων εντείνεται.
Η ανησυχία των ειδικών επικεντρώνεται πλέον στην επιμόλυνση του εδάφους και των υδάτων, γι’ αυτό και οι ερευνητές του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) έχει λάβει δείγματα από περίπου 50 σημεία στην πληγείσα περιοχή.
Η πύρινη λαίλαπα έκαψε ελαστικά, υγρά αυτοκινήτων, καλώδια, πλαστικά, δομικά υλικά και οικοσκευές εκλύοντας τοξικές ουσίες – μεταξύ αυτών βαρέα μέταλλα, διοξίνες, πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCBs), φουράνιο – που έχουν ενοχοποιηθεί για βλάβες στον ανθρώπινο οργανισμό.
«Η πρώτη οδός μόλυνσης ήταν ο αέρας. Ομως, οι βροχές “ξέπλυναν” την ατμόσφαιρα, συνεπώς οι μετρήσεις στον αέρα δεν είναι πλέον ενδεικτικές. Αντιθέτως πότισαν το έδαφος, με αποτέλεσμα να υπάρχει πιθανότητα να εντοπιστεί σοβαρή τοξική επιβάρυνση στο χώμα, στην ακρογιαλιά, στον βυθό» εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο αναπληρωτής καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ Δημοσθένης Σαρηγιάννης.
Σημειώνει ότι «τυφλά» (δηλαδή, η επιλογή τους έγινε τυχαία) δείγματα έχουν αποσταλεί για επιπλέον έλεγχο και σε Εθνικά Ινστιτούτα Ερευνών του εξωτερικού (στην Ιταλία, στην Ισπανία και στη Σλοβενία). Στόχος είναι τα αποτελέσματα, που αναμένεται να έχουν ολοκληρωθεί σε διάστημα τριών εβδομάδων, να είναι αδιαμφισβήτητα.
Μάλιστα, το Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ συνεργάζεται με τις Ιατρικές Σχολές στην Κρήτη και τη Θεσσαλία και με το Τμήμα Δημόσιας Υγείας του ΤΕΙ Αθήνας, «συντονίζοντας μια εκστρατεία βιοπαρακολούθησης του πληθυσμού – λαμβάνονται δείγματα ούρων, τρίχας και αίματος από κατοίκους – ώστε να υπολογιστεί η έκθεση του πληθυσμού σε τοξικούς ρύπους. Στόχος μας είναι να ανιχνεύσουμε εκείνες τις ουσίες που είναι λιγότερο μεταβολίσιμες από τον ανθρώπινο οργανισμό, συνεπώς έχουν την ιδιότητα να αποδίδουν την τοξικότητά τους σε βάθος χρόνου» συμπληρώνει ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης.
Το δεύτερο σκέλος της έρευνας θα αρχίσει τον Σεπτέμβριο, εφόσον δηλαδή έχουν χαρτογραφηθεί οι πιο επιβαρημένες περιοχές. Οι προειδοποιήσεις των ειδικών επιβεβαιώνονται από μελέτες που έχουν διεξαχθεί στο εξωτερικό έπειτα από μεγάλες πυρκαγιές, αποτυπώνοντας την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και τις μακροχρόνιες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία. Ειδικότερα, μετρήσεις που διεξήχθησαν το φθινόπωρο, με στόχο τον εντοπισμό πιθανής μόλυνσης των υδάτων σε περιοχές κοντά στις πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν το καλοκαίρι του 2002 στη Λιθουανία, έδειξαν σημαντική (60%-81%) αύξηση των επιπέδων βαρέων μετάλλων (χαλκού, μολύβδου και ψευδαργύρου) στα ποτάμια.
Αντίστοιχα, στα υπολείμματα τέφρας μετά τις πυρκαγιές της Καλιφόρνιας το 2007 βρέθηκαν υψηλά επίπεδα βαρέων μετάλλων, συμπεριλαμβανομένου του αρσενικού, του καδμίου, του χαλκού και του μολύβδου. Ομως, εξαιτίας των χαμηλών κυβερνητικών αντανακλαστικών και μέχρι να ανακοινωθούν τα συμπεράσματα της επιστημονικής κοινότητας, πυρόπληκτοι θα συνεχίσουν να διαμένουν ακόμη και σε σκηνές που έχουν στήσει προχείρως εντός των καμένων σπιτιών τους (από αυτά έχουν απομείνει μόνον οι τοίχοι) εισπνέοντας αέρα άγνωστης ποιότητας και θα συνεχίσουν να κάνουν χειρονακτικές εργασίες αγγίζοντας πιθανόν δηλητήριο.
Εν τω μεταξύ το θέμα της επαναιωρούμενης στάχτης – οι κάτοικοι συχνά το περιγράφουν ως «μαύρη πούδρα» – δημιουργεί συνθήκες «ασφυξίας» στην περιοχή. Οπως προκύπτει από την έρευνα που διεξήγαγε η εθελοντική ομάδα RPSOS (ιδρύθηκε από τον καθηγητή Ανδρέα Βασιλόπουλο, δημοτικό σύμβουλο Ραφήνας – Πικερμίου, μετά τα προβλήματα που προκάλεσαν οι πυρκαγιές της 23ης Ιουλίου 2018), η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική την ώρα που πραγματοποιούνται εργασίες.
Ειδικότερα, τις ώρες που εργάτες έκοβαν και κλάδευαν δέντρα, όπως και τις ώρες που φορτηγά μάζευαν από τον δρόμο τους όγκους των κλαδιών, οι τιμές ήταν έως και 10 φορές υψηλότερες των αποδεκτών ορίων (336 μgr/m3 σε ό,τι αφορά τα PM10 και 141 μgr/m3 για τα PM2,5).
Υπό τα δεδομένα αυτά και εν απουσία επίσημων ανακοινώσεων από την πολιτεία, ο καθηγητής Πνευμονολογίας Παναγιώτης Μπεχράκης θέτει κρίσιμα ερωτήματα που δυστυχώς παραμένουν αναπάντητα. Ετσι, σύμφωνα με τον ίδιο «δεν έχει ανακοινωθεί εάν έχουν διεξαχθεί μετρήσεις εντός των καμένων σπιτιών, εάν έχουν εντοπιστεί ίνες αμιάντου στον αέρα ή το έδαφος, καθώς επίσης και ποια είναι η συγκέντρωση των μικροσωματιδίων στο ύψος που αναπνέουν τα παιδιά».
Ο ίδιος δε, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον παιδικό πληθυσμό, καθώς μαζί με τους ηλικιωμένους αποτελούν ομάδες ιδιαίτερα ευπαθείς στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι οι ποσότητες των διοξινών που θα εισέλθουν στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω της εισπνοής από τον καπνοθύσανο της πυρκαγιάς, παρόλο που αφορούν μια βραχεία έκθεση (ωρών ή ημερών) αποβάλλονται πλήρως ύστερα από 30 χρόνια.
Εντούτοις και παρότι έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος, μπορούν να ληφθούν μέτρα αναχαίτισης της μόλυνσης τόσο στο περιβάλλον όσο και στον άνθρωπο. «Υπάρχει η δυνατότητα τεχνητής επιτάχυνσης της ανανέωσης του εδάφους. Το ίδιο μπορεί να γίνει και στο ανώτερο στρώμα του βυθού, αρκεί να γνωρίζεις σε ποιες περιοχές πρέπει να ενεργήσεις», σημειώνει ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης.
Αντίστοιχα, εάν διαπιστωθεί ότι οι κάτοικοι έχουν εκτεθεί σε τοξικές ουσίες, η επιστημονική κοινότητα μπορεί να παρέμβει αναλόγως του βαθμού έκθεσης και επικινδυνότητας. «Για παράδειγμα, οι υγειονομικές Αρχές πιθανόν να περιοριστούν σε διατροφικές συστάσεις, καθώς είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι οι αντιοξειδωτικοί παράγοντες, όπως είναι για παράδειγμα η βιταμίνη C και το λυκοπένιο, εμποδίζουν την ανάπτυξη καρκίνου. Εάν πάλι κριθεί αναγκαίο θα πρέπει να χορηγηθεί φαρμακευτική αγωγή ώστε να αποβληθούν τα μέταλλα από τον οργανισμό».