Με ένα γεγονός συντονίστηκαν πράγματι ο Πρωθυπουργός και οι επικοινωνιολόγοι του. Με τη σεπτεμβριανή επιστροφή των μαθητών στο σχολείο. Τι Οδύσσεια, τι Καβάφης, τι Σεφέρης! Κανονικό εγχειρίδιο! Βέβαια αυτό που είδαμε ήταν σκηνές από ένα μακρύτερο έργο που τελικά δεν παίχτηκε εξαιτίας της τραγωδίας στο Μάτι. Αλλά και ό,τι είδαμε ερχόταν σε σύγκρουση με την πραγματικότητα και το λαϊκό αίσθημα. Αρκεί να δει κανείς τις ομόθυμες εκτιμήσεις των διεθνών μέσων ενημέρωσης και τις προειδοποιήσεις των θεσμικών παραγόντων. Και αρκεί μια απλή συναναστροφή για να αισθανθεί κανείς την αποθάρρυνση, τον φόβο και την ανασφάλεια της κοινωνίας που προσπερνά αδιάφορα τα κυβερνητικά επινίκια. Δεν είναι υπερβολικό το συναίσθημα των πολιτών, ούτε κατάλοιπο της κόπωσης που προκάλεσε η δεκάχρονη κρίση. Οι πολίτες εξακολουθούν να βιώνουν την κρίση σαν ένα διαρκές παρόν που διαστέλλεται καθώς δεν υπάρχει ακόμα γι’ αυτούς μια εικόνα του μέλλοντος. Καταλαβαίνουν ότι το τέλος του τρίτου Μνημονίου υπό τις σημερινές συνθήκες λίγα πράγματα σημαίνει, όχι μόνο για την άμεση βελτίωση της προσωπικής τους κατάστασης, αλλά για την ικανότητα της Ελλάδας να πάρει την τύχη στα χέρια της.
Θα μπορούσε όμως το τέλος της δανειακής σύμβασης να αποτελέσει μια από εκείνες τις ιστορικές «στιγμές» που συμπυκνώνουν πολλαπλές εμπειρίες, αναστοχασμούς και διδάγματα. Από αυτή την άποψη, το βίντεο του Πρωθυπουργού απέτυχε πλήρως. Ηταν ένα ρηχό «διάγγελμα» σε βαθύ φόντο, το λιμάνι της Ιθάκης. Μια ομιλία που επέτεινε την απαισιοδοξία αντί να δώσει θάρρος ως όφειλε. Δεν ήταν ο ηγέτης που μίλησε στο έθνος, ήταν ο κομματάρχης που προσπαθεί να φανατίσει τη φυλή του. Δεν ήταν ο κυβερνήτης που δικαιούται να προπαγανδίζει το έργο του, έχοντας όμως μια αίσθηση της κρισιμότητας της ιστορικής περιόδου που διανύει η χώρα. Η ομιλία έγινε το 2018 αλλά ο Τσίπρας ήταν του 2015. Και αυτό στην ουσία ήταν το μήνυμα που ήθελε να εκπέμψει και το οποίο εισέπραξαν οι πολίτες.
Η επιστροφή στο 2015 ήταν κατ’ αρχάς μια απόδειξη αδυναμίας ως προς τα κυβερνητικά πεπραγμένα της τριετίας. Η βασική συμβολή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν η απομυθοποίηση του αντιμνημονιακού παραμυθιού (απομυθοποιήθηκε βέβαια και η Αριστερά, αλλά αυτή είναι κουβέντα για άλλους καιρούς). Μετά το καταστροφικό πρώτο εξάμηνο του 2015, χωρίς δική του άποψη, και έχοντας κάψει κάθε διαπραγματευτικό χαρτί, έφερε άλλο ένα Μνημόνιο στο οποίο η προσωπική του πινελιά ήταν τα υψηλά πλεονάσματα, η υπερφορολόγηση, ο περιορισμός των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και η έγνοια να διανέμει πελατειακά κάτι από το μικρό «δημοσιονομικό περιθώριο». Ετσι, οι δανειστές ήταν ικανοποιημένοι από τη «στροφή στον ρεαλισμό», οι σοσιαλδημοκράτες από την υποταγή της «ριζοσπαστικής» Αριστεράς, και η κυβέρνηση από τον χρόνο που κέρδιζε για να οικοδομεί το δικό της κράτος. Μόνο η Ελλάδα έχανε καθώς εξανεμιζόταν η δυνατότητα μιας εθνικής στρατηγικής διεξόδου από την κρίση. Αλλά αυτή ξεπερνούσε τις πολιτικές, ιδεολογικές και προγραμματικές δυνατότητες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Υπήρχαν δύο τρόποι να αντιμετωπίσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ την εμπειρία της τρίχρονης κυβερνητικής της θητείας, που είτε το θέλει είτε δεν το θέλει, είχε ως επίκεντρο την περιώνυμη «κωλοτούμπα». Είτε η «προσαρμογή στον ρεαλισμό» θα γινόταν ο δίαυλος μιας γενικής αναθεώρησης της φυσιογνωμίας του, είτε θα αντιμετωπιζόταν σαν πρόσκαιρη τακτική υποχώρηση οπότε το πέρασμα στην αντιπολίτευση θα σήμαινε «γυρίζουμε στα παλιά που ξέραμε». Η πρώτη επιλογή θα ήταν χρήσιμη για τη χώρα. Για να γίνει βέβαια πιστευτή θα έπρεπε να ήταν κάτι περισσότερο από επικοινωνιακός καιροσκοπισμός, με κύριους αποδέκτες τους Μοσχοβισί, Σουλτς και λοιπές σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Θα έπρεπε να στοχεύει σε μια βαθύτερη αλλαγή πολιτικής και προγραμματικής κουλτούρας που να αγκαλιάζει και την κοινωνική βάση. Για τις δυσκολίες και τα πισωγυρίσματα ενός τέτοιου εγχειρήματος θα μπορούσε να ανατρέξει στην περίοδο ΠΑΣΟΚ 1985-1994. Δεν χρειάστηκε. Ο Τσίπρας και η ομάδα του επέλεξαν τον δεύτερο δρόμο. Την επιστροφή στον λαϊκισμό, τον διχασμό, τους ψευτοσυμβολισμούς και την προγραμματική κενολογία. Εδειξαν ότι δεν είναι σε θέση να υψωθούν σε μια εθνική ηγεμονική δύναμη και ότι το λαϊκιστικό DNA του παλαιού αντιπολιτευτικού ΣΥΡΙΖΑ υπερέχει και ορίζει τη φυσιογνωμία. Στη βάση αυτή, το «διάγγελμα» περιείχε μια συνειδητή και απειλητική προειδοποίηση για τη μελλοντική πολιτική ζωή του τόπου. Προανήγγειλε μια ανάλογη αντιπολιτευτική παρουσία, ένα παιχνίδι καταστροφικού χαρακτήρα χωρίς ιδιαίτερη έγνοια για το εθνικό κόστος. Υποτίθεται ότι ο Τσίπρας θα ήταν ο εμπνευστής και ο μοχλός της στροφής προς την Κεντροαριστερά. Σήμερα όμως φαίνεται πυροδότης της επιστροφής στο παρελθόν, και σε κάθε περίπτωση, η επιταχυνόμενη απομυθοποίησή του καθιστά ακόμα πιο δύσκολο έναν ουσιαστικό και συντεταγμένο αναπροσανατολισμό του κομματικού του χώρου.
Ετσι, οι δρόμοι ανασυγκρότησης του πολιτικού-κομματικού συστήματος και κυρίως η ποιότητά του, παραμένουν δύσβατοι και αβέβαιοι. Και το τέλος των δανειακών συμβάσεων κινδυνεύει να επαναλάβει τη «συνήθεια» που έχει η Ελλάδα να δυσκολεύει από μόνη της την έξοδο από τις μεγάλες εθνικές περιπέτειες. Μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13 ακολούθησε ο Εθνικός Διχασμός, μετά την Κατοχή και την Αντίσταση ο Εμφύλιος, μετά τη μαζική εποποιία της μεταπολεμικής ανάπτυξης η δικτατορία. Πώς θα τελειώσει η περιπέτεια της χρεοκοπίας; Το πιο εύκολο είναι να κάνουμε ασκήσεις απαισιοδοξίας. Εχουμε όλες τις πιθανές ενδείξεις μιας νέας υποτροπής ή μιας παγίδευσης σε συνθήκες παρατεταμένης στασιμότητας. Η πιθανότητα ενός νέου εξωτερικού σοκ που θα μας ρίξει και πάλι στο κανναβάτσο είναι εξαιρετικά πιθανή δεδομένης της αβεβαιότητας και της έντασης της διεθνούς πολιτικής. Ο εθνικολαϊκισμός και η αποδιοργάνωση του κράτους έχουν εγκατασταθεί σαν γάγγραινα στο σώμα της εθνικής πολιτικής ζωής. Και επιπλέον, έχει διαμορφωθεί ένα πολιτικοκοινωνικό μπλοκ νέων κρατικοδίαιτων ολιγαρχών, δημοσιοϋπαλληλικού συντεχνιασμού, και φτωχών στρωμάτων, που παρότι είναι μειοψηφικό εκλογικά, προσφέρεται σε μια λαϊκιστική πολιτική απροσδιόριστης ιδεολογίας και κατεύθυνσης.
Εύκολη λοιπόν η απαισιοδοξία, αλλά πιο επικίνδυνος είναι ο εφησυχασμός μιας ειρηνιστικής πρόβλεψης ότι η Ελλάδα επανέρχεται στην «κανονικότητα», ότι η κοινωνία έχει κερδίσει μια νέα αυτογνωσία, και ότι το κομματικό σύστημα ομαλοποιείται αναπαράγοντας το μεταπολιτευτικό μοτίβο ενός κεντρομόλου δικομματισμού. Η αλήθεια είναι ότι είμαστε ακόμα στον ανήφορο και έχουμε μπροστά μας μια κρίσιμη και έκτακτη διετία 2019-20. Σε αυτό το διάστημα θα κριθεί αν θα ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός της ανάπτυξης και των ξένων επενδύσεων ώστε να διεκδικήσει η Ελλάδα με αξιώσεις μια συναινετική με τους εταίρους επαναδιαπραγμάτευση των ασφυκτικών όρων του τρέχοντος Μνημονίου. Και επιπλέον, θα κριθεί αν η πολιτική ζωή και οι πολιτικές δυνάμεις θα μπορέσουν να μετριάσουν το εκρηκτικό δυναμικό λαϊκισμού, διχασμού και αστάθειας που έχει συσσωρευτεί στον δημόσιο βίο στα χρόνια της χρεοκοπίας.
Κοντολογίς, ο Οδυσσέας είναι ακόμα στο πέλαγος και πλησιάζει στο νησί των Σειρήνων της πολιτικής δημαγωγίας και της πολιτικής αστάθειας. Ισως όμως «τα πιο καλά που κερδίσαμε, μάς τα διδάξανε τα λάθη μας» (αυτό το τελευταίο είναι Ρίτσος).
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου