«Σπουδαία νέα! Η Λυδία Κονιόρδου είναι εθνικός θησαυρός. Μπορεί να παρομοιαστεί κατά κάποιον τρόπο με τη Μελίνα Μερκούρη. Είναι σπουδαίο δώρο για την Ελλάδα. Είστε τυχεροί». Από εκείνο το παγωμένο μεσημέρι του Νοεμβρίου του 2016, μία ημέρα μετά την αναπάντεχη υπουργοποίηση της Λυδίας Κονιόρδου και την ενθουσιώδη υποδοχή της είδησης από τον Μπομπ Ουίλσον, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Αν ο διεθνώς αναγνωρισμένος σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας, εικαστικός, χορογράφος και συνεργάτης της καταξιωμένης ηθοποιού παρακολουθoύσε τη διαδρομή της στον ρόλο της ως υπουργού, θα διατηρούσε τον ίδιο ενθουσιασμό; Τι κι αν η ίδια δεν αντιμετωπίζει τη θέση της στην κυβέρνηση, όπως λέει, ως έναν ακόμη ρόλο; H δημόσια παρουσία της τη διαψεύδει. Φοράει, με παραλλαγές, το ίδιο κοστούμι: πασμίνα στον ώμο σε ποικίλες αποχρώσεις. Φροντίζει να διατυμπανίζει την αξία του σκηνοθέτη με δηλώσεις του τύπου «ο Αλέξης Τσίπρας είναι χαρισματικός ηγέτης». Προσαρμόζεται στις όποιες ερμηνευτικές αλλαγές της ζητώνται ώστε να εναρμονίζεται με τον υπόλοιπο κυβερνητικό θίασο. Κάτω από τα φώτα της ράμπας ένας αυτοσχεδιασμός ή ένα ερμηνευτικό παραστράτημα μπορεί να συγχωρεθεί, καθώς την επομένη έρχεται μια νέα παράσταση. Στην πολιτική όμως δεν υπάρχουν πολλές «δεύτερες» ευκαιρίες. Και η Λυδία Κονιόρδου τις έχει ξοδέψει πλέον όλες.
Αναζητείται πάντως ακόμη η βασική αιτία που η νυν υπουργός Πολιτισμού εντάσσεται στη λίστα εκείνων που αν και κατά τεκμήριο σχετικοί με το αντικείμενο, τελικώς απογοήτευσαν τις όποιες προσδοκίες. Να φταίει η μακρά πορεία της στον κόσμο του θεάτρου, που δεν της επιτρέπει να βλέπει τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις, παρά μόνο μέσα από το πρίσμα της ψευδαίσθησης του παράλληλου σύμπαντος επί σκηνής; Διότι πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι την ώρα που έχει προκληθεί σάλος από την πρόσφατη επίθεση με λάδι δύο γυναικών σε εκθέματα του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, εκείνη δεν χαρακτήριζε την κίνηση – την οποία μάλιστα το ΥΠΠΟ αποσιώπησε επί μακρόν – βανδαλισμό, αλλά περιέγραψε το συμβάν ως «κάποιες κυρίες οι οποίες άπλωναν κάποιο λάδι»;
Ή μήπως ευθύνεται το γεγονός ότι δεν είχε κάνει επαρκείς πρόβες στον πολιτικό στίβο; Διότι οι δύο υποψηφιότητές της – στο ευρωψηφοδέλτιο των Οικολόγων Πρασίνων και στο Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ στις πιο πρόσφατες εκλογές – δεν λογίζονται ως σοβαρή προετοιμασία. Οπότε κινήθηκε με τους κανόνες που γνώριζε. Ξεκίνησε με την παράδοξη συνθήκη «το πρωί υπουργός, το βράδυ ηθοποιός» (το οποίο βεβαίως είχαμε ξαναδεί σε μικρότερης κλίμακας βαθμό με υπουργό που το βράδυ έδινε συναυλίες), για να συνεχίσει με την εξαφάνισή της επί σειρά ημερών για πρόβες με τον Μπομπ Ουίλσον στο εξωτερικό και εν συνεχεία για τις ίδιες τις παραστάσεις.
Κι αν «έξω πήγε καλά», οι εγχώριες εμφανίσεις της δεν κέρδιζαν το χειροκρότημα στο οποίο ήταν συνηθισμένη. Κι αυτό διότι δεν αντιμετώπισε την πολιτική σκηνή με την πλούσια θεατρική της πείρα, αλλά ως πλατό που προσφέρει την ασφάλεια πολλών γυρισμάτων ώσπου να επιτευχθεί το σωστό αποτέλεσμα. Χρειάστηκε να επιστρέψει πολλές φορές, είτε με δελτία Τύπου, είτε με δηλώσεις για να διορθώσει τα στραβοπατήματά της, που δεν ήταν και λίγα: έσπευσε να χρονολογήσει το ταφικό μνημείο της Αμφίπολης ως μακεδονικό, παρά την απουσία ακόμη και σήμερα των δημοσιευμένων συμπερασμάτων των αρμόδιων αρχαιολόγων, και για να σώσει τα προσχήματα ανασκεύασε λέγοντας ότι θα τοποθετηθεί μετά την τεκμηρίωση της ανασκαφής. Με ποια ιδιότητα δεν έμαθε ποτέ κανείς. Επανέφερε το ζήτημα της κήρυξης ως διατηρητέων ορισμένων κτιρίων στο Ελληνικό χωρίς νομικό έρεισμα. Υπέγραψε προκαταβολικά μνημόνια συνεργασίας με τους μελλοντικούς επενδυτές του παλαιού αεροδρομίου χωρίς να έχει τις απαραίτητες γνωμοδοτήσεις από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, προκαλώντας χάος. Δήλωσε ότι η Ελλάδα θα διεκδικήσει νομικά τα Γλυπτά του Παρθενώνα, κάτι που οι προκάτοχοί της είχαν απορρίψει, και ύστερα υποστήριξε ότι παραποιήθηκαν οι δηλώσεις της. Μετέτρεψε το κλειστό Ακροπόλ σε σκηνικό για την προβολή της (συνέντευξη στην ΕΡΤ), ενώ θέλησε εν κρυπτώ να περάσει από τη Βουλή διάταξη (οι κακές γλώσσες λένε για να διευκολύνει συμβούλους της) βάσει της οποίας θα μπορούσαν να εφαρμόζονται μελέτες σε ειδικές περιπτώσεις χωρίς τον έλεγχο των αρμόδιων επιστημονικών οργάνων του ΥΠΠΟ, προκαλώντας αντιδράσεις ακόμη και εντός του κόμματός της.
Κάθε φορά ωστόσο που μυρίζεται ανασχηματισμό, επιχειρεί μια εξόφθαλμα πυροσβεστική κίνηση. Ξαναθυμάται τα έργα στο Γεφύρι της Πλάκας, στην ευρύτερη περιοχή της ιδιαίτερης πατρίδας του Πρωθυπουργού. Ανασκαλεύει τον ξεχασμένο επί των ημερών της επαναπατρισμό των Γλυπτών. Δέχεται (αδιαμαρτύρητα;) επιτηρητή στο πρόσωπο του υφυπουργού, Κώστα Στρατή, τον οποίο η ίδια είχε αποπέμψει από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων. Και βγάζει σταθερά από τη φαρέτρα της το επιχείρημα του εσωκομματικού πολέμου που δέχεται, ξεχνώντας προφανώς την αμέριστη στήριξη του Αλέκου Φλαμπουράρη.
Οταν νιώθει πάλι ασφαλής, φροντίζει για την καλή της φήμη στο θεατρικό σινάφι μοιράζοντας επιχορηγήσεις, δημιουργεί ασφυκτικό κλίμα στους συνεργάτες της με αποτέλεσμα όσοι δεν αποχωρούν να αναζητούν οξυγόνο όταν λείπει – πολύ συχνά – σε ταξίδια και αναζητεί εχθρούς εντός κι εκτός της οδού Μπουμπουλίνας. Οταν δεν τους δημιουργεί, επιβεβαιώνοντας τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο οποίος στην κριτική του για την «Ηλέκτρα» της το 1996 είχε κάνει λόγο προφητικά για «ανάλατη έπαρση».