«Η οικονομική κρίση είναι ευκαιρία δράσης και όχι δικαιολογία στασιμότητας» λέει στα «ΝΕΑ» ο Γιάννης Χαραλαμπίδης, αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, στο Τμήμα Μηχανικών Πληροφοριακών και Επικοινωνιακών Συστημάτων της Πολυτεχνικής Σχολής του και ένας από τους 100 πιο σημαντικούς ανθρώπους στα θέματα ψηφιακής διακυβέρνησης παγκοσμίως, σύμφωνα με τη σχετική λίστα του διεθνούς οίκου Apolitical.
Βέβαια οι απόψεις και οι συμβουλές του Γιάννη Χαραλαμπίδη μπορεί να επηρεάζουν τις κεντρικές πολιτικές αποφάσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά στην Ελλάδα η υλοποίησή τους συναντά… αγκυλώσεις. «Δυστυχώς, η χώρα μας ανήκει ακόμη στην ομάδα των χωρών όπου η ορθή διακυβέρνηση θεωρείται αποτέλεσμα κάποιας ιδεολογικής τοποθέτησης και όχι του συνδυασμού ειδικής γνώσης, εμπειρίας και ηγεσίας στην πράξη» λέει χαρακτηριστικά και προτείνει στους πολιτικούς μας να καθίσουν στο θρανίο και να μάθουν από την αρχή πώς διοικείται ένα κράτος. Εξηγεί ότι «εκτός του υπουργείου Οικονομικών και ανάλογων Αρχών και κάποιων νησίδων στον υπόλοιπο κυβερνητικό ιστό, κανείς δεν ξέρει τι να κάνει, πότε να το κάνει, πώς να συμβάλει, τι να μετρήσει, πώς να αλλάξει». «Φανταστείτε μια ορχήστρα με φάλτσους μουσικούς, που οι περισσότεροι προσελήφθησαν λόγω της σχέσης τους με το μαέστρο και όχι μέσω εξέτασης, χωρίς παρτιτούρες, χωρίς πρόβες, χωρίς όργανα πολλές φορές» λέει χαρακτηριστικά.
Η λίστα του Apolitical στοχεύει στην εξάπλωση της ηλεκτρονικής ή ψηφιακής διακυβέρνησης και συντάχθηκε ύστερα από προτάσεις από εμπειρογνώμονες και υψηλά στελέχη κρατών, επιχειρήσεων και διεθνών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου του ΟΟΣΑ, του Open Government Partnership, του Ινστιτούτου Αλαν Τούρινγκ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και άλλων. Σε αυτήν ο Γιάννης Χαραλαμπίδης «συγκατοικεί» με προσωπικότητες όπως ο αυστραλός πρωθυπουργός Μάλκολμ Τέρνμπουλ, πρωτοπόρους επιχειρηματίες και υψηλά στελέχη κυβερνήσεων και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από πολλές χώρες του κόσμου. Για την Ελλάδα και τα πολύπλοκα προβλήματά της απαντάει στις ερωτήσεις των «ΝΕΩΝ» τα παρακάτω:
Οπως καταγράφεται πλέον και επισήμως, επηρεάζετε με την επιστημονική παρουσία σας εκατοντάδες ανθρώπους σε παγκόσμια κλίμακα. Στην Ελλάδα έχει ζητήσει κανείς τη βοήθειά σας;
Ναι, έχουν υπάρξει περιπτώσεις συνεργασίας με την ελληνική Δημόσια Διοίκηση, αν και τις περισσότερες φορές η προσφορά για βοήθεια ξεκινά από την πλευρά μας. Αλλά το πρόβλημα εντοπίζεται στην ασυνέπεια με την οποία αντιμετωπίζονται οι προτάσεις των ειδικών: τις περισσότερες φορές, ειδικά πριν από τα «χρόνια του Μνημονίου», οι αρμόδιοι υπουργοί, γενικοί γραμματείς ή διευθυντές οργανισμών έχουν αντικειμενικές δυσκολίες να κατανοήσουν το πρόβλημα – πόσω μάλλον να εφαρμόσουν με συνέπεια τις όποιες λύσεις. Οποτε είχαμε κάποιο αποτέλεσμα που έμεινε στον χρόνο, τη διαφορά έκανε περισσότερο η ικανότητα του δέκτη να κατανοήσει το πρόβλημα και να εφαρμόσει τις προτάσεις σε βάθος χρόνου. Αλλωστε ο κόσμος δεν κινείται πια μόνο μέσω επαφών και συμβουλευτικών έργων. Εχω γνωρίσει στελέχη από την κυβέρνηση της Μαλαισίας, της Ινδίας, της Λιθουανίας, που μελετούν τις δημοσιεύσεις μας και εφαρμόζουν τα εργαλεία που προτείνουμε. Στην Ελλάδα, αν στείλουμε κάτι στα αγγλικά, πρέπει να μεταφραστεί για τον… υπουργό.
Πάντως, ακόμη και σήμερα μεγάλος αριθμός πολιτών ακούει τον προσδιορισμό «ηλεκτρονική διακυβέρνηση» και δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνει. Ποιο όμως είναι το ποσοστό των πολιτικών μας που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία;
Αγγίξατε ένα ζήτημα του πυρήνα του προβλήματος: οι πολίτες γενικά δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουν τη μέθοδο – αλλά απλά να χρησιμοποιούν τις νέες υπηρεσίες και να απολαμβάνουν τα αποτελέσματα. Και δείχνουν ότι, όταν κάτι γίνεται σωστά, είναι έτοιμοι να το αγκαλιάσουν. Αλλωστε ούτε η Google, ούτε το Facebook, ούτε τόσοι άλλοι οίκοι τεχνολογίας φαίνεται να έχουν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα διείσδυσης στην Ελλάδα.
Θεωρώ ότι οι πολίτες είναι πολύ πιο έτοιμοι από τους πολιτικούς μας, αλλά δυστυχώς καταστρέφεται συστηματικά η εμπιστοσύνη τους στο κράτος, δημιουργώντας μέρα μέρα ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα.
Οι πολιτικοί όμως πρέπει να μπορούν να κατανοήσουν αρκετά περισσότερα. Δυστυχώς, η Ελλάδα ανήκει ακόμη στην ομάδα των χωρών όπου η ορθή διακυβέρνηση θεωρείται αποτέλεσμα κάποιας ιδεολογικής τοποθέτησης (η οποία συνήθως δεν θα μπορούσε να προβλέψει το εξαιρετικά πολύπλοκο κυβερνοφυσικό περιβάλλον του σήμερα) και όχι συνδυασμού ειδικής γνώσης, εμπειρίας και ηγεσίας στην πράξη.
Δεν είδαμε όμως τα τελευταία είκοσι χρόνια, όπου το φαινόμενο του Διαδικτύου έχει κάνει την κοινωνία μας εξαιρετικά πιο συνδεδεμένη και ικανή, καμία «πολιτική βούληση» ή «ιδεολογία» που να προάγει το προφανές, καμία συντονισμένη προσπάθεια εκπαίδευσης των πολιτικών μας. Οι πολιτικοί μας αλλά και πολλά ανώτερα στελέχη του δημόσιου τομέα, αν θέλουν να είναι μέρος της λύσης, πρέπει μάλλον να ξεχάσουν πολλά από αυτά που έμαθαν μέχρι σήμερα, όπως και αν τα έμαθαν, για το πώς διοικείται ένα κράτος. Και να κάτσουν «στο θρανίο» για να γνωρίσουν τα βασικά στοιχεία της ψηφιακής διακυβέρνησης – του κύριου παράγοντα αλλαγής της Δημόσιας Διοίκησης για τα επόμενα χρόνια. Με χαρά να τους βοηθήσουμε, αν δούμε ότι το εννοούν. Σιγά σιγά θα μπορούν τουλάχιστον να κατανοούν καλύτερα τα φαινόμενα, να προγραμματίζουν, να υλοποιούν και να ελέγχουν με συνέπεια.
Βέβαια, σε μια χώρα όπου οι βουλευτές χειροκροτούν τον υπουργό που «δεν έχει, ούτε είχε e-mail», όπου είναι απολύτως λογικό να έχουμε ανώτατα στελέχη της εκτελεστικής εξουσίας με παντελή άγνοια διοικητικών μεθόδων και εργαλείων, όπου όλοι περιμένουν κυρίως «να φύγουν οι ελεγκτές», έχουμε ακόμη πολύ δρόμο.
Τελικά πόσο εύκολο είναι για μια χώρα σε κρίση να μετασχηματίσει «ψηφιακά» τον δημόσιο τομέα της;
Το ενδιαφέρον είναι ότι η κρίση αποτελεί ευκαιρία, καθώς δημιουργεί την απαραίτητη συναίνεση στην κοινωνία, για τη λήψη αποφάσεων και μέτρων. Τα παραδείγματα της Εσθονίας, της Ιρλανδίας, της Μάλτας, της Πορτογαλίας, της Κύπρου, αλλά και μικρών χωρών εκτός της ΕΕ, όπου έχουν γίνει βήματα με συνέχεια και συστηματική αντιμετώπιση σε βάθος χρόνου, δείχνουν ότι η κρίση είναι ευκαιρία δράσης, όχι δικαιολογία στασιμότητας. Το τελευταίο παράδειγμα, της μοναδικής στα χρονικά ανταπόκρισης των δημοσίων υπαλλήλων μετά την τραγική πυρκαγιά στην Αττική, δείχνει τη δύναμη που κρύβει μια κρίση. Οσον αφορά τις απαιτούμενες επενδύσεις, η ψηφιακή διακυβέρνηση δεν απαιτεί μεγάλες δαπάνες κεφαλαίου, όπως η άμυνα ή η υγεία. Ηδη, σε καιρό κρίσης, τα διαθέσιμα κονδύλια αρκούν για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας, στα επόμενα 5 με 10 χρόνια. Αλλά είναι εύκολο να επενδυθούν και πάλι λάθος.
Βλέπετε να γίνονται στην Ελλάδα σοβαρές κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση;
Κοιτάξτε, κάποια απολύτως απαραίτητα και σχετικά απλά μέτρα λαμβάνονται. Το Taxis, το ΓΕΜΗ, η Διαύγεια, το Εθνικό Δημοτολόγιο, το Εθνικό Σύστημα Προμηθειών, το Κτηματολόγιο, η ΕΡΓΑΝΗ είναι μερικά από τα συστήματα που πρέπει να μείνουν. Τα περισσότερα άλλωστε αποτελούν ουσιαστικές υποχρεώσεις της χώρας απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση – και όχι μόνο στο Eurogroup. Αλλά εκτός του υπουργείου Οικονομικών και ανάλογων Αρχών και κάποιων νησίδων στον υπόλοιπο κυβερνητικό ιστό, κανείς δεν ξέρει τι να κάνει, πότε να το κάνει, πώς να συμβάλει, τι να μετρήσει, πώς να αλλάξει. Και φυσικά έτσι δεν μπορεί να λυθεί κανένα δύσκολο πρόβλημα με βέλτιστο τρόπο. Και κάθε μέρα μένουμε όλο και πιο πίσω. Φανταστείτε μια ορχήστρα με φάλτσους μουσικούς, που οι περισσότεροι προσελήφθησαν λόγω της σχέσης τους με το μαέστρο και όχι μέσω εξέτασης, χωρίς παρτιτούρες, χωρίς πρόβες, χωρίς όργανα πολλές φορές. Οσο σπουδαίο έργο και να σας υποσχεθούν, όσο καλός επικοινωνιακά και να είναι ο μαέστρος, δεν θέλετε να είστε ακροατής τους για πολύ.
Οπότε να πούμε ότι οι καθυστερήσεις και η έλλειψη μεταρρυθμίσεων στην πορεία των χρόνων είναι τελικά θέμα αδιαφορίας, πελατειακής λογικής η αντικειμενικής δυσκολίας;
Στην Ελλάδα τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει γίνει σταδιακή βελτίωση, που οφείλεται κυρίως στη ραγδαία πρόοδο της πληροφορικής ή στις πολιτικές της ΕΕ, και όχι στο όραμα ή τις ικανότητες του ελληνικού δημόσιου τομέα. Μία σύνοψη των κύριων ζητημάτων, από κάποια απόσταση λόγω της πολυπλοκότητας των φαινομένων, θα ξεχώριζε:
1. Τη συνιστώσα των ανθρώπων: ανώτατα στελέχη χωρίς επαρκή γνώση, με αδυναμία δημιουργίας φιλόδοξων αλλά και εφικτών οραμάτων, με αδυναμία ηγεσίας στην πράξη, χωρίς δέσμευση σε στόχους, χωρίς ευθύνη επίτευξης των στόχων. Και βέβαια όλοι τους αντιπρότυπα για τη νέα γενιά.
2. Την οργανωσιακή συνιστώσα: μία Δημόσια Διοίκηση με αρμοδιότητες αλλά όχι διαδικασίες, χωρίς κουλτούρα παροχής υπηρεσιών, δεμένη από ένα πολύπλοκο νομικό πλαίσιο που δημιουργεί και συντηρεί την έλλειψη διαλειτουργικότητας.
3. Τη συνιστώσα των συστημάτων: συστήματα που αναπτύχθηκαν τα τελευταία 30 χρόνια χωρίς να ληφθεί υπόψη κανένα κοινό πλαίσιο προτύπων και κανόνων, οδηγώντας σε μία ακριβή αλλά αναποτελεσματική υποδομή, όλο και πιο δύσκολα προσαρμοζόμενη στις εξελίξεις. Ενα σύστημα δημόσιων ψηφιακών υπηρεσιών που επιμένει να αγνοεί τα κινητά και τα κοινωνικά δίκτυα, ενώ ο άνθρωπος – χειριστής είναι ακόμη απαραίτητος για τη δραματική πλειονότητα των διαδικασιών.
4. Τη συνιστώσα των δεδομένων: ένας κρατικός μηχανισμός που αγνοεί την αξία των δεδομένων για την ανάπτυξη της χώρας, που δεν τα χρησιμοποιεί για να αξιολογεί την απόδοσή του, που δεν μπορεί να τα ψάξει, να τα βρει, να υπολογίσει με αυτά. Οι περισσότερες σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται (συχνά και από τους «φορείς») με ελάχιστα δεδομένα.
Σε έναν «πολυτραυματία με αυτοάνοσα» είναι εξαιρετικά δύσκολο να πετύχουν απλές λύσεις ή γιατροσόφια. Ακόμη και ένας γιατρός, μίας μόνο συγκεκριμένης ειδικότητας, ίσως δεν μπορεί να βοηθήσει.
Στην αντίθετη κατεύθυνση, ποιο θα λέγατε ότι είναι σήμερα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα για τη χώρα μας;
Το μεγαλύτερό μας πλεονέκτημα είναι η αυτογνωσία μας, στον βαθμό που την εξελίσσουμε: μέσα στα τελευταία δέκα χρόνια έχουμε μάλλον κατανοήσει αρκετά το πρόβλημα, έχουμε αποφασίσει ότι δεν πάει άλλο, ότι θέλουμε έναν κρατικό μηχανισμό που να μας αξίζει. Και θα είναι ίσως η πρώτη φορά, από αρχής νέου ελληνικού κράτους, σε πεδία άλλα από αυτά των μαχών.
Την ερευνητική δουλειά σας την κάνετε από την Ελλάδα και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου;
Ναι. Τα εργαστήριά μας στα νησιά αλλά και στο Διαδίκτυο, τα συνέδρια και τα θερινά σχολεία μας στη Σάμο, προσελκύουν όλο και περισσότερους άξιους φοιτητές, μεταπτυχιακούς και ερευνητές από την Ελλάδα και τον κόσμο.
Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο και τη συνταγή της επιτυχίας
Πώς είναι η καθημερινότητα ενός έλληνα πανεπιστημιακού; Είναι εύκολη η έρευνά του από πλευράς υποδομών και οικονομικής στήριξης;
Οι υποδομές μας είναι επαρκείς, αποτέλεσμα κυρίως δικών μας προσπαθειών και όχι λόγω του υψηλού ποσοστού των δαπανών για την Παιδεία στον κρατικό προϋπολογισμό ή κάποιας ιδιαίτερης στρατηγικής. Ευτυχώς άλλωστε, η κύρια υποδομή για την ψηφιακή διακυβέρνηση εξαντλείται σε υπολογιστές και διασύνδεση στο Διαδίκτυο. Η οργανωτική και οικονομική υποστήριξη στην Ελλάδα όμως πάσχει από μη συστηματικότητα – μοιάζει λίγο με έναν φάρο χωρίς σταθερή συχνότητα περιστροφής. Παράλληλα, και η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ως μέρος του δημόσιου τομέα, έχει δυστυχώς κι αυτή σοβαρά ζητήματα ψηφιακής διακυβέρνησης: πολύ χαρτί, διαδικασίες χωρίς ουσία, πολύς χαμένος χρόνος. Τα συχνά ταξίδια (δεν είμαστε στην Καλιφόρνια ή στο Βέλγιο, ούτε καν στην Αθήνα), είναι ένα άλλο μέρος του προβλήματος, ειδικά όταν υλοποιούνται έργα στο εξωτερικό ή παρουσιάζονται τα αποτελέσματά τους. Αλλά είναι και μέρος της λύσης, καθώς αποτελούν πηγή πρόσληψης νέων μεθόδων, ιδεών και απόψεων, αν γίνουν σωστά. Ο υπόλοιπος χρόνος, αφιερώνεται στην ευχαρίστηση: διδασκαλία, διπλωματικές εργασίες, εξετάσεις. Και διάβασμα, πολύ διάβασμα.
Τελειώνοντας πείτε μου: υπάρχει τελικά «συνταγή επιτυχίας»;
Η συνταγή για την ψηφιακή διακυβέρνηση περιλαμβάνει μία φιλόδοξη, τεκμηριωμένη με δεδομένα, επιστημονικά ορθή, εφικτή εθνική στρατηγική και συνέπεια στην υλοποίηση, τον έλεγχο και τον ανασχεδιασμό της. Οποιος ενδιαφέρεται μπορεί να μελετήσει περισσότερα στο Μανιφέστο για την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση του Κέντρου Ερευνας για την Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση.