«Το παρόν», έγραφε το 1831 σε ένα άρθρο του ο γνωστός δοκιμιογράφος και ιστορικός Τόμας Καρλάιλ, «είναι το ζωντανό συνολικό άθροισμα ολόκληρου του παρελθόντος». Η ρήση αυτή φαίνεται να ισχύει εξίσου ή και περισσότερο για ζητήματα που σχετίζονται με την ιδεολογία και τη συλλογική συνείδηση – κάτι που συνειδητοποιεί κανείς όταν διαβάσει το πρόσφατο βιβλίο του Θόδωρου Χατζηπανταζή. Η αίσθηση αυτή επιτείνεται βέβαια από το βάθος της ιστορικής ερμηνείας και τις ερμηνευτικές συνάψεις που χαρακτηρίζουν την εργασία, γεγονός αναμενόμενο, καθώς ο συγγραφέας είναι ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς του νεοελληνικού θεάτρου. Αρκούμαι να υπενθυμίσω εδώ τις μείζονες εργασίες του για την αθηναϊκή επιθεώρηση (1977), το κωμειδύλλιο (1981), την εισβολή του Καραγκιόζη στην Αθήνα του 1890 (1984), τα αθηναϊκά καφέ αμάν (1986), το επιβλητικό χρονικό του επαγγελματικού θεάτρου («Από του Νείλου μέχρι του Δουνάβεως», δύο τόμοι το 2002 και άλλοι δύο το 2012), τη μονογραφία για την ελληνική κωμωδία του 19ου αιώνα (2004), για το ελληνικό ιστορικό δράμα στον 19ο και στον 20ό αιώνα (2006), καθώς και το πιο πρόσφατο «Διάγραμμα ιστορίας του ελληνικού θεάτρου»(2014).
Ο ασυνήθιστος, διπλός υπότιτλος του βιβλίου φανερώνει την πολυπλοκότητα του θέματος, που αφορά – αν θα έπρεπε να το συνοψίσει κανείς σε λίγες λέξεις – την αντανάκλαση στο θέατρο της διαδικασίας διαμόρφωσης της συλλογικής συνείδησης στην Ελλάδα, όπως αυτή ξεδιπλώθηκε κατά καιρούς στη συζήτηση γύρω από τη σύζευξη της λαϊκής παράδοσης με την ευρωπαϊκή πρωτοπορία (ο τελευταίος όρος με την ευρεία έννοια των νέων καλλιτεχνικών τάσεων κάθε εποχής). Αυτό ακριβώς το δίπολο (λαϊκή παράδοση – ευρωπαϊκή πρωτοπορία) συμπυκνώνεται δραστικά στον τίτλο «Ρωμαίικος συβολισμός», έναν όρο δανεισμένο από τον Ψυχάρη. Τα χρονικά όρια της εργασίας εκτείνονται από την περίοδο του Διαφωτισμού έως το τέλος χοντρικά της δεκαετίας του 1970 (όταν η Ελλάδα εντάσσεται στην ΕΟΚ). Το βιβλίο αρθρώνεται σε οκτώ κεφάλαια. Θα προσπαθήσω να δώσω με σχεδόν επιγραμματικό (άρα ελλιπή) τρόπο μια εικόνα των πολλών επιμέρους θεμάτων που θίγει.
Το πρώτο κεφάλαιο πραγματεύεται το θέμα της καθυστερημένης ανακάλυψης της εθνικής λαϊκής παράδοσης από τους Ελληνες και το συναφές θέμα του μετεωρισμού ανάμεσα στον Διαφωτισμό και στον ρομαντισμό, όπως φαίνεται στην αμφίθυμη σχέση απέναντι στο δημοτικό τραγούδι. Στο δεύτερο κεφάλαιο, με αφορμή τον ρομαντικής κοπής κλεφταρματολό ήρωα Δήμο εξετάζεται η επίδραση του ρομαντισμού στην προσέγγιση της λαϊκής παράδοσης στην Ελλάδα, αλλά και τη σχέση του ντόπιου με τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό. Στη συνέχεια (κεφάλαιο τρίτο) εξετάζεται η κατοπινότερη εποχή της «ληστοκρατίας» με τους ποιητικούς διαγωνισμούς και τα ιστορικά δράματα με θέματα από την εποχή της Φραγκοκρατίας. Το τέταρτο κεφάλαιο αναφέρεται στη δραματουργία της περιόδου από τις αρχές περίπου της δεκαετίας του 1870, όταν ο Παπαρρηγόπουλος είχε εκδώσει την «Ιστορία» του με το ευρύχωρο ιστοριογραφικό σχήμα της «συνέχειας» του έθνους και ο Ν. Πολίτης είχε αναλάβει να εντάξει μέσω της λαογραφίας τον λαϊκό πολιτισμό στο σχήμα αυτό.
Το επόμενο κεφάλαιο εστιάζει στο δραματικό ειδύλλιο, είδος που συνδέεται με την ανάπτυξη της ηθογραφίας και της λαογραφίας αλλά και με ελληνοκεντρικές τάσεις της εποχής. Το έκτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη διασταύρωση της λαϊκής παράδοσης με το πρωτοποριακό ρεύμα του συμβολισμού και τον «Ιψενογερμανισμό». Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο έργο του Γ. Καμπύση και στις ψυχαρικές απόψεις για τον «ρωμαίικο συβολισμό». Το προτελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο ζεύγος των Σικελιανών με τις Δελφικές τους Εορτές, καθώς και στον Κάρολο Κουν με την υβριδική σύλληψή του περί «λαϊκού εξπρεσιονισμού», όρο που εκφράζει επίσης τη διάθεση σύζευξης αντίρροπων πολιτισμικών τάσεων. Το τελευταίο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον Γιώργο Θεοτοκά και στην προσπάθειά του κατά καιρούς να συζεύξει τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό με την προαστική παράδοση, καθώς επίσης στον Βασίλη Ρώτα και τις ενδιαφέρουσες απόψεις του για το «λαϊκό θέατρο». Το έργο κλείνει με έναν κατάλογο των δραματικών και λογοτεχνικών πηγών, καθώς και μια (επιλεκτική μάλλον) βιβλιογραφία.
Χωρίς Καραγκιόζη
Οπως επισημαίνει ο συγγραφέας στον Πρόλογο, η εργασία αποτελεί «ανάπτυξη μιας σειράς στιγμιοτύπων του Πρωτέα της συλλογικής συνείδησης». Στην ιστορική αυτή ανάπτυξη δεν περιλαμβάνονται βέβαια όψεις του λαϊκού θεάτρου με προεξάρχοντα τον Καραγκιόζη (θα πρόσθετα, και τα μπουλούκια), όπως επίσης η παραλογοτεχνία, ο κινηματογράφος και τα κόμικς. Επίσης, επιμέρους θέματα έχουν συζητηθεί σε παλαιότερες εργασίες του συγγραφέα. Αλλά μια τέτοια εργασία προϋποθέτει γνώση τεράστιου όγκου πρωτογενών πηγών και από την άποψη αυτή δεν μπορεί παρά να αποτελεί, όπως θα έλεγε ο ψευδο-Λογγίνος, «πολλής πείρας τελευταίον επιγέννημα». Στηριγμένη σε τέτοια στέρεη γνώση η παρούσα εργασία αποτελεί ως σύνολο μια πρωτότυπη ιστορική σύνθεση και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συμβολή στην ιστορία του θεάτρου και των ιδεών.
Η γενική διαπίστωση του Χατζηπανταζή ότι η Ιστορία χαρακτηρίζεται από ανακολουθίες, παράδοξα και αντιφάσεις όχι μόνο μοιάζει παντάπασιν ορθή, αλλά μας βοηθεί επιπλέον να κατανοήσουμε καλύτερα την εξέλιξη βασικών ιδεολογικών ζητημάτων και αντιλήψεων μέχρι τη δική μας εποχή. Οποιος ενδιαφέρεται για την Ιστορία θα διαβάσει το βιβλίο με περισσή ωφέλεια και συνάμα με ικανή τέρψη, καθώς δεν είναι γραμμένο με τον τρόπο της μονογραφίας παρά του δοκιμίου: δεν ενδιαφέρεται πρωτίστως για την εξαντλητική τεκμηρίωση και την αντιπαράθεση με τις απόψεις άλλων, αλλά εκθέτει τα ζητήματα με λόγο ζωντανό και – πράγμα ασυνήθιστο – με αφηγηματική χάρη, στην οποία συμβάλλουν ιστορικές παρεκβάσεις και ενδιαφέροντα παραθέματα από τις πηγές.
Ο Σταύρος Τσιτσιρίδης είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας και του Αρχαίου Θεάτρου, πρόεδρος του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών
Ρωμαίικος Συβολισμός
Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης, 2018, σελ. 536,
Τιμή: 18 ευρώ